To σκηνικό παράξενο, βγαλμένο από μεταμοντέρνο σινεμά με αμφίβολο σενάριο χωρίς προσδιορισμένη λέξη μ' ανταριασμένη σκηνοθεσία...
Μέσα σε καυτές αμμουδιές τρέχουν δυο άνθρωποι ουρλιάζοντας αγάπες και λουλούδια... ποιος να αντέξει άραγε της αμμουδιάς το κάψιμο, ποιος να αντέξει να ληστέψει τις καρδιάς τα χρώματα λίγο πρίν η νύχτα γίνει μέρα, λίγο πριν το χαμόγελο του ήλιου φέξει για άλλη μια φορά στον τρομαγμένο από το ουρλιαχτό ουρανό?
Μεσα σε δρόμους σπασμένους σε κομμάτια, ανθρωποι τρεχουν ουρλιάζοντας ανόητα συνθήματα, συστήματα φορτωμένα, οργισμένες πενιές στον παράλογο ρυθμό... Ποιος θα σταθεί μπροστά το μενος να αγαλιάσει; ποιος θα αντεξει της λογικής το θόρυβο να κάνει παντιέρα; ποιος αλήθεια να ηγηθεί σε τούτο το ζαβό όχλο που όλο ξεχνά και βολεύεται;
Παράτονα μένει ακουμπησμένο το ματι σε ενα σωμα, σώμα παιδικό... σώμα που σπαρτάραγε ζωή, μα αψυχο φωτίζει πιο πολύ... Γεννιέται ελπίδα, την πυροβολούν εξ επαφής, μην τύχει και ριζώσει... Αδικος θανατος ακόμη πιο άδικη ζωή...
Πιο δίπλα θιασώτες που εξυπνοι θαρρουν πως είναι... μαέστροι ατρόμητοι ποδοπατούν ότι ιερό, ότι άξιο... ραγίζουν με θορύβους και μουρμουρητά καθε τι που ισορροπεί επικίνδυνα κι αόρατα... καινε και σπανε της λογικής τα όρια... Κι ο νους λοξοδρομεί...
Κι αυτοί ξεφρενα τρεχουν με φωτιά και οργή με παθος και πόθο... με ελπίδα κι απελπισία παντρεμένα σε ονείρου επανάσταση...
Μια διχάλα ξαφνικά ανοιγεται μπροστά τους... στέκουν τρομαγμένοι, το σκηνικό καταρρέει σαν από άμμο να ταν φτιαγμένο και παραδίνεται λάγνα στον πρώτο αέρα που το αγγιξε... Ηρθε η βολή και άραξε ράθυμα στης μέρας την καταχνιά... Γυρω μυρίζει χημικά... Γύρω αντεχω ακόμη και κοιτώ απ το γυαλί... Σιχαινομαι πολύ εμένα, εσένα εμάς... Παιρνω όρκο πως θα με εκδικηθώ....
Το ουρλιαχτό σκίζει για μιά στιγμή μονάχα του ουρανού το μπλέ και μένω εγώ ανταριασμένη να αναρρωτιέμαι ποιος λήστεψε την αισθητική από τουτο το παράλογο έργο...
Χριστίνα Σαββατιανού 28-05-2002 με προσθήκες 12-2008