Απρίλης του 48 ή εκεί γύρω κάπου, ήταν και η Αλεξάνδρα μικρό κοριτσι τότε έπαιρνε στο κατόπι τα μπουλούκια των τσιγγάνων που πέρναγαν απ το χωριό... Της άρεσε να χαζεύει τις κλαρωτές φούστες των κοριτσιών κόκκινες, πράσινες του κυπαρισιού, μωβ της ψυχής, φτιαγμένες θαρρείς από τρελλούς ζωγράφους μόνο για κείνες τις κοπέλες... Ο πατέρας πριν τον παρουν στην εξορία της ειχε υποσχεθεί μια ίδια φούστα κι ενα σάλι τεράστιο να στολίζει τα μαυρα μαλλιά....
Ο πολεμος συνεχιζόταν στα βουνά κι ο θειός της ο Καπετάν Μακεδόνας νύχτα κατέβαινε στο χωριό να παρει τρόφιμα και νερό για τα παληκάρια... Κρυφά απ τη Φιλία και τον Σωτήρη, της εβαζε στα στριφώματα απ τα τριμμένα φουστανάκια πορτοκαλί σακουλάκια με μηνύματα για τους συντρόφους στη φυλακή...
Έξι χρονών η Αλεξάνδρα, με αντρίκια πυγμή κατέβαινε τα πρωινά όλα τα εφτά χιλιόμετρα απ το χωριό στην πόλη, να δώσει τα μηνύματα του Θείου που φάνταζε ημίθεος σαν τον Ηρακλή, στα παιδικά της μάτια έτσι οπως ήταν με τα φυσεκλίκια ζωσμένος, και το μακρύ μούσι που σκέπαζε το στέρνο πανω απ το αμπέχωνο...
Στο δρόμο παρέα της ειχε τα πουλιά, τα τρύπια της παπούτσια που δεν χώραγαν πια στα πόδια της, και το σπασμένο παιχνίδι που της χάρισε η Μαρία η γριά τσιγγάνα απ την Πύλη.... Κάποτε ήταν κούκλα... Τώρα μια μάζα από ύφασμα και κάτι σαν ξύλο που μοιαζε με χέρι...
Σιγομουρμούραγε τη ζωή της η Αλεξάνδρα κι έφτιαχνε παραμύθια και τραγουδια με λουλούδια και πουλιά χωρίς το αιμα και τον πολεμο που μέσα του γεννήθηκε... Ξέχναγε σε αυτό το δρόμο για τις φυλακές, ξέχναγε ότι ο πατέρας ήταν εξορία κι η μάνα στο νησί μονάχη με τη μικρή τη Βαγγελή...
Ο Δάσκαλος την αγαπούσε και παντα της ελεγε... Αλέκα εσύ θα γίνεις συγγραφέας, τα παίρνεις τα γράμματα, αλλά ο πόλεμος έκοψε τα σχολειά και μετά η μάχη αδερφού με αδερφό....
Τα βράδυα ερχόταν στο σπίτι του παππα Γιώργη ο δάσκαλος και έδειχνε στην Αλεξάνδρα γράμματα κι αριθμούς, της χάρισε κι ενα τετράδιο με μολύβι και γομολάστιχα για να γράφει τα παραμύθια της το Πάσχα... Ετσι έβγαλε και το γυμνάσιο, τις νύχτες με το δάσκαλο και τη λαδόλαμπα να καπνίζει τα μάγουλά της... Και γέμιζε το τετράδιο με ιστορίες με παράπονα με τραγούδια με εικόνες από λέξεις σκαρωμένες...
Θα στα βάλω σε μια θυρίδα στην τράπεζα τα γραπτά σου Αλεξάνδρα μαζί με κανέλλα να μυρίζουν ωραια... θα ναι ο θησαυρός σου αυτός που θα δώσεις κάποτε στην κόρη σου για προίκα να πλουτίσει η ψυχή της απ τα όνειρά σου, της ελεγε...
Ο δρόμος μακρύς τα παραμύθια πολλα καθώς χάζευε τα ζούδια που τρέχαν και πετάριζαν στα χωράφια... Οι φυλακές στο ύψωμα πίσω απ το ξενοδοχείο στην πόλη... Γκρίζες και ψυχρές.
Ο φρουρός την είχε μάθει... Ανάγωγη, γλωσσού και παληκάρι η Αλεξάνδρα... Κάθε φορά που την έψαχνε του παταγε το πόδι και του δάγκωνε το χέρι όπου το πρόφταινε... Μάτωνε το μούτρο της απ το χαστούκι.... "Δεν εισαι παληκάρι εσύ που τα βάνεις με ενα κοριτσάκι που ρθε να δει τον ξαδερφό του" έλεγε και τον έφτυνε όσο πιο ψηλά μπορούσε να φτάσει μάτια και μύτη...
Το δεξί πανω πλευρό σπασμένο απ τα περσι απ την κλωτσιά του φρουρού... πόναγε το κορίτσι κάθε που νότιζε ο καιρός...
Δεν εισαι παληκάρι εσύ που τα βάνεις με κοριτσάκια... έλεγε ξανά και ξανά και σαν διαόλι χοροπήδαγε γύρω του μην την βρει η κλωτσιά.... Είχε φτιάξει και τραγούδι και τον κορόιδευε... Η Αλέκα η μικρούλα τρία βρακιά φορεί, όσο κι αν ψάξει ο Γκέκας μήνυμα δε θα βρεί... και του βγαζε τη γλώσσα και χόρευε χαρούμενη...
Σκληρό το πόδι του πανω της... Κατρακύλαγε η Αλεξάνδρα το λόφο μέχρι σχεδόν την πίσω αυλή του ξενοδοχείου... Έπαιρνε επειτα φόρα και ανέβαινε και ξανά μανά... Δεν εισαι παληκάρι εσύ, φοβητσιάρης εισαι γιατί μονο με κοριτσάκια τα βάνεις, αν ήμουν ο θειός μου ο Μακεδόνας θα σου λεγα γω αν θα κοταγες να με κλωτσήσεις... και πάλι τον κατήφορο με μελανιασμένο μούτρο, κομμένο χειλι σπασμένα πλευρά, απ το βαρύ οργισμένο πόδι του δεσμοφύλακα ...
Την άλλη φορά θα φερω τη μαγκουρα του παππού μου και θα σου δείξω εγώ, φωναζε αποκαμωμένη απ το ξύλο και τότε θα δουμε που σε πονεί και που σε σφάζει προδότη, φώναζε και ξαναφώναζε, κι ετρεχε σαν νεραϊδάκι τριγύρω του...
Ο δρομος του γυρισμού ακόμη πιο μακρύς.... Η Αλεξάνδρα τον απολάμβανε ιδίως όταν ο θειός ο Αργύρης ο τσιγκούνης ο φασίστας, που χε το εστιατόριο στην πλατεία κατω απ τα πλατάνια, της εδινε κανα κουλούρι ή κανα ξεροκόματο....
Μισό για μένα για το δρόμο, μισό για τον Γιωργάκη τον αδερφό μου, σκεφτόταν και εσφιγγε τα δόντια μη φαει τις δυο μπουκιές που μέναν για το Γιώργο...
Μύρια παραμύθια σκάρωνε αυτά τα σουρουπα που γύρναγε απ τις φυλακές μεσα στο αιμα και στο χώμα, με μισό κουλούρι στην τσέπη....
Μύρια λουλούδια γεννιόνταν απ το αιμα που σταζε απ τη μύτη κι απ τα μαγουλα του παιδιού... Οι Αγγελοι την ζήλευαν γιατί χε γερακιού καρδιά και ήρωα ημίθεου ψυχή...
Κι έστελνε ο Θεός παραμύθια στα μάτια τα φλογισμένα απ το ξύλο... έστελνε φορέματα κλαρωτά και ξεδοντιάρες τσιγγάνες να την κερνάνε νερό και σταφύλι τα καλοκαιρια... φασολάδα και μπομπότα τους χειμώνες...
Ετσι αντάρτισσα μεγάλωσε η Αλεξάνδρα...
Στα εικοσιπέντε, στην Αθήνα πια όταν ειχαν τελειώσει οι εξορίες οταν ο Σωτήρης κι η Φιλία ήταν μαζί με τη μικρή στο χωριό, αυτή δούλευε στη γκαρνταρόμπα ενος κοσμικού κέντρου, δούλευε και μεγάλωνε τα άλλα πέντε αδέλφια και τα ανήψια της...
Και στη νύχτα παληκάρι η Αλεξάνδρα...
Μόνο που τώρα αυτή έδινε χαστούκια σε όποιον τόλμαγε να την κοιτάξει δεύτερη φορά... Εγώ ειμαι ανηψιά του Καπετάν Μακεδόνα και δεν σηκώνω μάτια πάνω μου...
Στα εικοσιπέντε έτρωγε ξύλο ξανά απ' την αστυνομία της χούντας, άλλο ένα πλευρό σπασμένο... με σανίδι αυτό πανω σε εναν σαματά στην Πατησίων...
Εκαμε και μια κόρη η Αλεξάνδρα και τη μεγάλωνε σα θησαυρό, η ψυχή της έτρεμε με την έγνοια του παιδιού... Όλες οι μάχες πλέον για σένα κοριτσάκι μου...
Δεν φοβάται η Αλεξάνδρα ξύλο, δεν φοβάται χάρο όσο εχει κοντά της την ανάσα σου κοριτσάκι μου της έλεγε και τη νανούριζε.... Και στόλιζε τα μαλλάκια της με κορδελλάκια και ορτανσίες φρέσκες...
Έτσι περασαν τα χρόνια με την ψυχή του παιδιού της στα χέρια της.... Όλα τα ανήψια που μεγάλωσε ξεχάσαν, και τα αδέρφια ξεχασαν και τα ξαδέρφια, τώρα στα εξήντα τρία της η Αλεξάνδρα στη γειτονιά των αγγέλων τραγουδάει τα παραμύθια της και γνέθει όνειρα στην αγκαλιά των παληκαριών...
Βρήκε τον Αρη και τον Νίκο τα ξαδέρφια της, τους ειχαν ξεκάμει οι φασίστες, Βρήκε την Όλγα τη μεγάλη που έφυγε απ την πεινα και το ξύλο στη φυλακή... Βρήκε και τον Γιώργη τον ξανθό που στα δεκάξι της, της ειχε πει πως θα την πάρει... αλλά τον πρόκαμε η ζωή...
Τα παραμύθια της μείναν σε μια θυρίδα που όσο και να ψάχνει η κόρη της δεν βρίσκει...
Η προίκα της ψυχής μένει εκεί σφαλισμένη όπως τα μυστικά της Αλεξάνδρας όπως κι ο πόνος απ τα σπασμένα πλευρά και το κουφό αυτί απ το χαστούκι του δεσμοφύλακα...
Μικρός ο κόσμος Αλεξάνδρα... Τα παληκάρια πάντα ζούνε... Εδώ είναι και μας θυμίζουν εκείνα που χουν αξία... Κι εσύ μαζί τους ζεις και τραγουδάς εκείνο το τραγούδι...
Η Αλέκα η μικρούλα τρία βρακιά φορεί....
θα στείλω ένα όνειρο στο κορίτσι σου να βρει τα παραμύθια να μάθει τα μυστικά σου...
Να φτιάξει ενα θέατρο πανω στο τάβλι του παππού, με τη μαγκούρα για ντεκόρ και κείνη τη φούστα την κλαρωτή που είχες για καλή, να βάλει για αυλαία... και θα ναι η ζωή σου παραμύθι...
Καλή αντάμωση Αλεξάνδρα παληκάρι...
(αυτή ήταν η μητέρα μου... και μου λείπει...)
Χριστίνα Σαββατιανού - 2004