Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Η Αλεξάνδρα το παληκάρι

Απρίλης του 48 ή εκεί γύρω κάπου, ήταν και η Αλεξάνδρα μικρό κοριτσι τότε έπαιρνε στο κατόπι τα μπουλούκια των τσιγγάνων που πέρναγαν ...

16 Φεβ 2007

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ



Λογισμό το λογισμό, έφτιαξα έναν καθρέφτη.
Σκέψη τη σκέψη γίνηκε, στιγμή τη στιγμή.
Μεγάλος σαν μια ολόκληρη ζωή.
Σαν μια ανάμνηση σαν μια στιγμή.
Καθρέφτη αλλόκοτο, στυγνό, καθάριο σκάρωσα.
Δεν κρίνει, δεν μιλάει, δεν τιμωρεί.
Μονάχα στέκει εκεί αμείλικτος, βουβός, με βλέμμα βλοσυρό.
Δες, κοίτα, έμπα μέσα του, τολμάς;
Στέκει μονάχα, παντού, μπροστά στα μάτια, μέσα στην ψυχή, στέκει και βλέπει.
Κάθε σου σκέψη θυμιατό την κάνει και θυσία στο φως, κάθε σου κίνηση, κι εκείνο
το βλεφάρισμα ακόμα, γράφει, καταγράφει, σφραγίζει στης αλήθειας το χρυσό
κουτί.
Έτσι βουβός ακίνητος, στέκει κι απαριθμεί, στιγμές, αιώνες, στέκει κι απαριθμεί.
Δες μέσα του, τολμάς;
Δες, είσαι εσύ αυτό που βλέπεις;
Δες, θεριό ή πρόβατο;
Δες, γεράκι ή άγγελος;
Δες, μέσα του, τολμάς;
Λογισμό το λογισμό, σκέψη τη σκέψη, έφτιαξα έναν καθρέφτη..
Κοιτάζω μέσα του....
Ναι τολμώ....
Εσύ τολμάς;

Χριστίνα Σαββατιανού

Ο συνεργάτης





Μια χούφτα εικόνες στο νέο φάκελλο, η σειρά με το φίδι, εκείνη με τα σπασμένα παιχνίδια, τα φρούτα, ο καιρός.... Εικόνες σκόρπιες απ το μυαλό του με χρώματα έντονα, πινελιές αδρές σαν τη φωνή του που της είχε γίνει πολύτιμος σύντροφος τις τελευταίες μερες...
Εικόνες στου ροδιού και του μούσμουλου το χρώμα ...το κόκκινο που του αρέσει να βάφει τη ζωή του το κόκκινο που τον ανησυχεί. Ετσι της είχε γράψει...

Κάθε πρωί κοιτάζει το γραμματοκιβώτιό της με αγωνία... Έστειλε άλλες εικόνες; το βράδυ περιδιαβαίνει στα αχνάρια που αφήνει μέσα τους η ζωγραφική του... κοιτάζει αχόρταγα, τόσο ξένος και τόσο γνώριμος... Της είπε φυλάξου από αυτούς που δεν γνωρίζεις... ειμαστε ιδιοτελείς οι άνθρωποι δεν χαρίζει κανείς στιγμές τζάμπα...
Κι από σένα να φυλαχτώ; τον γνωστό μου;
Γέλασε βαθειά... πήγε να της πει κάτι αλλά σταμάτησε... σκέφτηκε, μαζεψε τη σκέψη πίσω από τη λογική το πρέπει; ή πίσω απ τα σπασμένα παιχνίδια της κόρης του που έστεκαν μπροστά απ την εικόνα της που του άρεσε; Της είχε πει ότι είναι παράλογο, της ειπε οτι τον ζεσταίνει... της τόπε ή της το ζωγράφισε; δεν θυμάται...

Η μυρωδιά του..., στέναξε καθώς σκέφτηκε τη μυρωδιά του, αγιόκλημα και μούστος και χλωράδα απ το φρεσκοτρυγημένο σταφύλι... μυρωδιά μεθυσμένη αδρή ξεκάθαρη της φωνάζει σε θέλω... Μα στάσου δεν τον ξέρεις πως ξερεις τη μυρωδιά του; Είμαι σίγουρη ότι έτσι μυρίζει... φρέκσα και βαριά μαζί, δυναμικά, αντίθετα κι όμοια με την σκληρή του πινελιά, με την χυδαία ειρωνία που χει το χρώμα του...

Κοίταξε τις πινελιές του και κοκκίνησε, είχε να τολμήσει τέτοιες σκέψεις χρόνια τώρα, από τότε που είπε ναι σε μικρούς άτολμους συμβιβασμούς, έτσι σαν τα σπασμένα παιχνίδια που αποδέχονται να μείνουν στη γωνιά... σκέφτηκε το κορμί της παλέτα στο πινέλο του σκέφτηκε το δερμα της καναβάτσο και πάνω του εκείνος να ζωγραφίζει ατέλειωτα χρώματα.. Χρώματα τέλεια χρώματα ζωντανά όμοια με τη μυρωδιά του...

Οι εικόνες με το φίδι την ανατρίχιασαν... άραγε πλησίασε ποτέ του φίδι; το νιωσε; είναι ζεστό ή ψυχρό όπως λένε πολλοί;... Γιατί ζωγράφισε φίδι; αμαρτία ξομολογήθηκε, πάθος ή το φόβο αυτόν το κόκκινο που τον ταράζει; Μήπως το φίδι ήταν αυτός που με τόση ευκολία πλάνευε τις αισθήσεις της; Άραγε το ήξερε; το καταλάβαινε;

Κάθε φορά που της αρνιόταν κάτι το λαχταρούσε περισσότερο, δενόταν κόμπος το στομάχι της με χαρά και προσμονή μαζί. Θέλει να τον δει μα δεν το λέει πια, φοβάται... Ξορκίζει τη σκέψη με την ελπίδα ότι κάτι θα τον διώξει από κοντά της οταν τη πλησιάσει... ότι θα σβήσει την εικόνα της απ τη σκέψη του που την αγκάλιασε έτσι απαιτητικά... Μα θέλει αλήθεια να τη σβήσει απ το μυαλό του; το ξανασκεφτηκε και αποφάσισε όχι θελει να ζήσει έστω μια στιγμή μαζί του... έτσι στο κόκκινο κι ας πονάει... πόσο πονάει ένα χρώμα αλήθεια;

Καθώς άπλωνε τα φρέσκα ρούχα στην πίσω αυλή τον ξανασκέφτηκε έτσι πολυμορφικό, να αλλάζει έκφραση με κάθε της κίνηση με κάθε μορφασμό της και να κρυφογελάει... Μου αρέσει όπως με κοιτάς του είπε και του χάρισε ενα χαμόγελο που στέγνωσε τη μπλουζα του Λεφτέρη που άπλωνε εκείνη τη στιγμή...

Αυτό πρέπει ναναι που φοβάται σκέφτηκε... αυτό ειναι ναι το άγνωστο μα τόσο οικείο! Για μια στιγμή τον πόθησε άγρια, μετά ξεχάστηκε στις μέρας τις υποχρεώσεις...

Ξανά το γραμματοκιβώτιο, της άνοιξε μικρές ηδονικές πόρτες, όχι στο σώμα όχι...
Ναι αυτό φοβάται... αυτό του μυαλού το ξάφνιασμα, αυτό το θέλω που δεν εχει εικόνα μονο τις πινελιές του, προσπάθησε να μπει μέσα του να καταλάβει... Η εικόνα γυμνή, στεγνή από ήχους και μυρωδιές αλλά ο χώρος της γεμάτος από αυτόν σα στοιχειωμένος...

Γέλασε όταν του είπε ότι η ενέργεια κοινωνάει τους ανθρώπους... πόσο χαζή είσαι, είπε... ίσως τελικά να είσαι κι αφελής όπως μου λες... Γέλασε αλλά την κοίταξε με οξύτητα σαν να ηθελε να μπει στην ψυχή της κατακτώντας κάθε σπιθαμή της μέσα κι έξω... Την ήθελε απόλυτα... ναι αυτό φοβάται... αυτό τον ταράζει το παράδοξο αυτό...

Ένα ρίγος σαν χάδι πάνω της την τρόμαξε. Ηταν μόνη της αλλά την κοίταζε ξανά, το ήξερε το ένιωθε... ρούφαγε κάθε κίνηση, ζωγράφιζε κάθε της βήμα καθε λικνισμα του κορμιού της ακόμη και τη στιγμή που σκόνταψε στο παιχνίδι του Λεφτέρη...
Χαμογέλασε μονη της και σκέφτηκε το παράδοξο... Οσμίστηκε ξανά τον αέρα γύρω της ακουμπώντας το μάγουλο στον ώμο... Μούσμουλο νέφτι μούστος κι αγιόκλημα, είναι εδώ πολύ κοντά, μου κρατάει τον ώμο με κάνει να τρεκλίζω, διασκεδάζει που σκοντάφτω, χαίρεται απολαμβάνει... ναι είναι εδώ δίπλα και δεν με αφήνει στιγμή απ τη ματιά του.

Το χτύπημα του τηλεφώνου την τρόμαξε... σηκώθηκε απ το κρεβάτι τρεκλίζοντας σκονταψε σε ένα παιχνίδι του μικρού αλλά το πρόλαβε... Παρακαλώ;

Στην άλλη άκρη της γραμμής η φωνή του βαθειά και ζεστή την αγκάλιασε άλλη μια φορά... Κυρία Ζέρβα; μάλιστα η ίδια.. έκανε πως δεν τον κατάλαβε μην προδώσει τη σκέψη της... το όνειρο που έβλεπε πριν λίγο με κείνον να τη γλεντάει σαν να ταν εφηβη... Ζαφείρης Πέτρου... ήθελα να σας ρωτήσω εάν λάβατε τα έργα ΄μου... πρέπει να κουβεντιάσουμε ξέρετε....

Θεέ μου σκέφτηκε θα πρέπει να τον δω... πως θα κρύψω τη σκέψη μου πως θα κρατηθεί το αίμα μην πλημυρίσει τα μάγουλα πως θα αντισταθώ στη μυρωδιά του αγιοκλήματος και του μούστου;

Μάλιστα κύριε Πέτρου η δουλειά σας με ενθουσίασε και νομίζω πως μπορούμε να προχωρήσουμε στην έκθεση... κόμπιασε λιγο μια μικρή παύση για να ξαναβρεί την ανάσα και το χτύπο της καρδιάς της που εσπαγε... Θα πρέπει να βρεθούμε από κοντά για να τα πούμε καλύτερα του είπε...

Κυρία Ζέρβα μπορώ να σας μιλώ στον ενικό; η φωνή σας μου δημιουργεί μια ευχάριστη οικειότητα. Φυσικά κύριε Πέτρου άλλωστε θα συνεργαστούμε... Οι εικόνες του χόρεψαν τρελά μπρος στα μάτια της... ζωντάνεψαν όλες μαζί το φίδι τα σπασμένα παιχνίδα τα φρούτα ο καιρός...

Δεν ξέρεις πόση χαρά μου δίνεις Χυσούλα, νιώθω ότι κάτι όμορφο θα βγει από αυτή τη συνεργασία, κάτι όμορφο έρχεται...

Η φωνή του βάθυνε κι άλλο ηρέμησε, σαν να τον βασάνιζε η απόσταση που ειχαν, και τώρα που χάθηκε ησύχασε...

Εσπασε εκείνος το αμήχανο σιωπηλό λεπτό... λοιπόν πότε θα βρεθούμε και που; πες μου Χρυσούλα να περάσω από το γραφείο σου ή θελεις να πάμε κάπου πιο χαλαρά για την πρώτη κουβέντα μας;

Η ηδονική ζαλάδα ξανάρθε έτσι οπως και στο όνειρο... Ζαφείρη μπορώ να έχω λιγο χρόνο να κανονίσω τα ραντεβού μου; αν δε σε ενοχλήσω θα σε πάρω σε καμμιά ώρα...

Εντάξει γλυκειά μου είπε και της ευχήθηκε καλό πρωινό...

Εμεινε εκεί η Χρυσούλα με το ακουστικό ακόμη στο χερι να ζει σε μια δίνη από χρώμα και μυρωδιά... ένιωθε απέραντη χαρά γιομιζε το κορμί χυμούς γιόμιζε το μυαλό εικόνες γιόμιζε το σώμα μυρωδιές δικές του... από αγιόκλημα και μούστο...

Οταν την ξύπνησε ο Βαγγέλης η ώρα ειχε περάσει... Χρυσούλα είσαι καλά; τόση ώρα σε φωνάζω και δεν ξυπνάς... μπορείς να ερθεις στο τηλέφωνο; κάποιος κύριος Πέτρου σε ζητάει είναι ο ζωγράφος που σου έστειλε εργα του για να τα δεις... θα του μιλήσεις ή θα τον πάρεις εσύ;

....
Θα τον πάρω εγώ, πες του να αφήσει το νούμερο του.... είπε και ξαναβυθίστηκε στο παράδοξο όνειρο οπου ο Ζαφείρης την κατακτούσε με χίλιους τρόπους και χρώματα και κείνη δεν ανησυχούσε...

Χριστίνα Σαββατιανού... 2005

15 Φεβ 2007

Φιμώνουν και το Liantinis.gr




Περισσότερα, για όσο το αφήνουν ελεύθερο ακόμα:
http://www.liantinis.gr/diagrafi.shtml
http://www.liantinis.gr/paremvasi.shtml
http://liantinis.gr/bvnews/news.shtml?nid=85

Γράφω...



Γράφω σκαλίζω λέξεις, ξερνώ εικόνες του χθες του τώρα και του αύριο της ψυχής μου...
Μήπως την ψώνισα; μήπως τρελλάθηκα; μήπως χαλάω του χάους τη ροή;

Γράφω κι εκτίθεμαι, ξεχνώ πως είμαι τόση δα μικρή, ξεχνώ πως γράμματα και λέξεις με φτωχαίνουν, και πάλι εδώ ανοίγω τα κομμάτια της καρδιάς, ελπίζοντας τα μάτια σας να μην πονέσουν...

Γράφω αλήθειες και ψέμματα υμνώ, τα μυστικά ολονών τα κουβαλώ στη ράχη... φτύνω με οίκτο απάνω στα μισά, τα άλλα μισά τα κρύβω στο δισάκι...

Γράφω τις ώρες που φοβάμαι να τις δω, κι εκείνες που χαρούμενα περνάνε... γράφω γιατί άλλο τρόπο που να βρω να λυτρωθώ; γράφω για όσα αγαπώ κι όσα φοβάμαι...

Γράφω για των ανθρώπων τα μικρά, και για όλα εκείνα που αντικρύζω τα μεγάλα, γράφω και φτύνω όσα κλέβουν τη ζωή, σκαλίζω λέξεις μήπως χρώμα και της βάλω...

Γράφω για σένα ταξιδιώτη ερημικέ, γράφω για μένα και του ήλιου τα ταξίδια, γράφω για όσα με πονέσαν μια στιγμή, κι όλα εκείνα που αλυσίδα γίνηκαν και φίδια...

Γράφω μικρότητες να διώξω και ασχήμιες, φτύνω του κόσμου την ηλίθια μορφή, περνιέσαι για σπουδαίος; κι εγώ είμαι; γράφω να φύγει τούτο το ψέμα απ τη ζωή...

Γράφω συνθήματα σε τοίχους ματωμένους, και όνειρα γράφω νοτισμένα εφηβικά, γράφω και δάκρυα και πόνους χαραγμένους, τον ύπνο που διώχνουνε κάθε νυχτιά...

Γράφω αδέξια το ξέρω - συγχώρα με αν διαβάζεις και πονάς... σκληρά θέλω να γράψω μα οι λέξεις λίγες... κι οι κρύσταλλοι γρανίτη φορτωμένοι, δεν σπάνε με δυο γράμματα βουβά....

Γραφω για να θυμάμαι, μην ξεχάσω, κι ίσως κι εσύ κάποια φορά να θυμηθείς, γράφω για όσα στου ματιού την άκρη εκρυφτήκαν, και εξουσιάζουν μυστικά κάθε ζωή...

Γράφω για κείνα που δεν ξέρω, δεν θυμάμαι, κι εκείνα που τα έμαθα καλά, μα πάνω απ όλα γράφω για όσα κρίμα είναι, να μείνουν άγραφα κι ας μοιάζουν παιδικά...

Γράφω γιατί δεν ξέρω τι άλλο να κάνω... Μήπως να το κοιτάξω αυτό;;;;

Χριστίνα Σαββατιανού 14-02-2007

Παραληρήματα 1






έσκαψε μονοπάτι πανω στη νυχτιά,
έφυγε εκείνο το βουνό απ τον ορίζοντα,
αρχίζει ο χειμώνας...
κρύψου μη σε βρεί...

------------------

φωνάζει πετάει ξυπνά,
αλλάζει μάσκες και ρούχα,
του είπαν αυτή ειναι η ζωή...
υπακούει...

------------------

ταγγίζει ο αέρας στο ασπροσύννεφο κολλημένος
τσιρίζει του ουρανού η άκρη - πέφτω...
αρχίζει ο χορός και βιάσου - περιμένω

---------------

διαβασε χθες τα νέα τα παλιά
έμαθε πως οι πόλεμοι τελειώνουν - ξαναρχίζουν
έσκισε τη σημαία έκαψε το παράσημο
παραδόθηκε σε ανύπαρκτο ηρωισμό...
θυμάσαι?

----------------

κι αν σάπισε το μήλο, τράφηκε το σκουλήκι
κι αν μούχλιασε το χώμα, γεννήθηκε το μανιτάρι
κι αν πέθανε η αγάπη, .... αναστήθηκε η σιωπή..
σκαλισε στα δέντρα ώσου να γίνει η λεπίδα λάσπη...
θα γαληνέψεις...

------------------

φωνάζεις να γεμίσεις της νύχτας το κενό
φωνάζω να αλλάξω των οριζόντων την γραμμή...
κι αν πάψεις θα αποκοιμηθώ...
κι άν πάψω τούτος ο κόσμος θα χαθεί...

-------------------

σοκάκι δύσβατοο της μέρας σου η βιάση
δρόμος αλλόκοτος της νύχτας η ορμή
δες έρχεται... μα νά... θα προσπεράσει
δες έφυγε... μην τρέξεις να τη βρεις....

-------------------

κι όπως οι ώρες σεργιανίζουνε στο χρόνο
σκάει η σκέψη σε μικρόψυχες ροές
ανάβει ο κόσμος τη σειρήνα και ουρλιάζει
μα αλήθεια δεν ξεφεύγει απ τις ντροπές

--------------------

φυλάξου, χθες ήταν αλλιώς
στοχάσου, σήμερα θέλει αγώνα
σταμάτα, μη φωνάζεις
θα ξυπνήσεις το χειμώνα...

--------------------

της λησμονιάς η όψη μοιάζει κούκλα
και της βολής το χέρι τρυφερό,
μα εσύ ανθρωπάκο φύγε μη κοιτάζεις
γιατί οι δυο τους τη ζωή σου βάλαν στόχο
θα χαθεί.......

-------------------

τσακίζει η ώρα δύο λέξεις κι ενα γράμμα
ορίζει ο φίλος δυο χαμόγελα στεγνά
κι η μοναξιά γίνηκε άγραφο τάμα
στης νύχτας τη γωνιά που ξαγρυπνά...

--------------------

κι αν εφυγε ο αγέρας, εσύ ανασαίνεις
κι αν φεύγει η ζωή, εσύ γελάς
αυριο όλα τούτα θαν χαμένα
αύριο η ζωή θα είναι αλλού...
στάσου μη ξεχνάς... ίσως τη σώσεις
και η ευχή να γίνει αληθινή...

---------------------
αγναντι δύσμορφο τετράγωνο κουτσό...
μας τα παν κι άλλοι αλλά ακούγαμε άλλο σταθμό...
χαρείτε δεν έχει άλλο...
τελειώνει εδώ.

Χριστίνα Σαββατιανού / 2006-2007

------------------

Βρόχινες νύχτες....



κάθε λεπτό και χτυποκάρδι,
σε νύχτες βρόχινες σιωπηλές...
Κάθε δρόμος και μια ζάλη
κεχριμπαριού ανταύγεια η στιγμή,
στου φεγγαριού το κρυφτό
στου ουρανού το συννεφοστόλισμα...
Η βροχή ξεπλένει απόψε τύψεις...
πνίγει ελπίδες κι όνειρα...
αφήνει πίσω χαλασμένα γιοφύρια,
της ανθρωπιάς τα νήματα κομμένα...
Κι ουρανός θυμώνει να κοιτάζει...
αστράφτει και βροντά,
ανοίγει και αδειάζει...
αδειάζει κάθαρση, καταστροφή,
αδειάζει την αδιαφορία μας
ξεπλένει τη ντροπή μας...
και μένει η λάσπη πίσω, μένει ο χαμός...
μένει η ελπίδα τσακισμένη,
μένει ο γκρίζος ουρανός...
κι ετσι αξύπνητη η αυγή χαράζει...
την ακοίμητη νύχτα χαιρετάει...
κι εσυ ακόμη εκεί, κομένη η ανάσα
αναρρωτιέσαι τι ειναι εκείνο που δεν έγινε σωστά....

Χριστίνα Σαββατιανού / 10-10-2006

Μόνο μπροστά....




Ο ρυθμικός θόρυβος του τραίνου πάνω στις ράγες τον νανουριζαν... κρακ κρακ κρακ χόρευε η ζωή μπροστά του καρφιτσωμένη πάνω στα κιτρινα και τα πορτοκαλιά φθινοπωρινά φύλλα που ανακατεύονταν στο πέρασμα του....

Στην κουκέτα η ζέστη κι η υγρασία τον έπνιγαν, το ρούχο είχε σμίξει με τον ιδρώτα και την υγρασια και έμοιαζε δεύτερο δέρμα πάνω του... σαν το δέρμα εκείνης, τις ώρες του ύπνου με τη βελούδινη σχεδόν μωρουδιακή μυρωδιά και την ανεπαισθητη υποψία ιδρώτα στο βύθισμα της νύχτας...

Ο επιβάτης απέναντί του σταύρωνε τα χέρια σε στάση χαρούμενης προσμονής...

Προσπάθησε να ακούσει ένα γύρο τι γινόταν στο τραίνο.... Μιλιά πουθενά... μεσημέρι ζεστό, άλλοι το χαν ρίξει στον ύπνο κι αλλοι στον ρεμβασμό του φθινοπωριάτικου τοπίου....

Εκείνος σκέφτηκε τις μέρες που ένιωθε χαρά εκείνη την παιδιάτικη χαρά, μέσα στα μάτια και στα χέρια της....

πνίγηκε για μια στιγμή μέσα στο λυγμό του... πόνεσε μα συνήλθε γρήγορα χαζεύοντας ένα φύλλο που κόλησε στο τζάμι δίπλα του...

Σκέφτηκε την Δώρα τη φίλη του την καρδιακή... Ο πρώτος κανόνας Λευτέρη είναι να μην κοιτάς ποτέ πίσω, ούτε στα καλά ούτε στα άσχημα... μόνο μπροστά...

Ετσι είναι είπε σχεδόν φωναχτά, μόνο μπροστά... ποτέ πίσω...
Σηκώθηκε να παρει καφέ και να σχεδιάσει την επόμενη μέρα της καινούργιας του ζωής, κλεινοντας το βιβλίο εκείνης, που το' χε ακόμη ανοιχτό στη ψυχή του...

Αντίο άγγελέ μου.... μόνο μπροστά... ποτέ πίσω....

Xριστίνα Σαββατιανού / 9-9-2004

13 Φεβ 2007

οι άδειοι σταθμοί




Κι όμως, οι άδειοι σταθμοί έχουν μια ελπίδα κρυμμένη στις γωνιές τις σκονισμένες... Τι κι αν η ερημιά ροκανίζει τις στιγμές, υπάρχει πάντα εκεί μια υποψία ερχομού... μια υπόσχεση... Ποιος κοιτάζει άραγε στις σκονισμένες γωνιές ?

Χριστίνα .Σαββατιανού (από παλιά).

22-1-2003

Μπλαβιά σιωπή αρμενίζει στη γυαλινη ματιά δυο νύχτες τώρα... Αφορισμοί, αναθέματα στους δρόμους που ξηλώσαν τα αγγίγματα απ τα μαλλια της... Σκύβει κάθε λίγο πάνω απ την εικόνα και χάνεται στο ευτυχισμένο του χαμόγελο, μα εικόνα πουθενά... Χάνεται με ευκολία στου ανέμου τα τερτίπια... δεν την ορίζει, ούτε κι εσένα σε ορίζει... μόνο της στιγμής τη μυρωδιά με ευτυχία στέκει και ρουφά... Αχ και να εφευγε το πρέπει μια βόλτα για να κάνει, αχ και να εκλειναν τα μάτια και να ήτανε το χθες... Προγραμματα και λέξεις χάνονται μπλέκονται βουβά στο άδειο γυαλί... κι εκεί στην άκρη του γυαλιου κόβεται η ανάσα σαν το φωτάκι γίνεται ξανα μπλαβί... πάει τελειώνει το όνειρο άντε ενα χ και φύγαμε με αγγίγματα πάνω σε σύννεφα βαλμένα....
Μένει ξανα και ξανά εκεί στο γυαλί η ματιά να προσμένει να προγραμματιζει τι θα πρωτοδει τι θα πρωτοχαρεί....
Κι η νύχτα παραδίδεται στου ήλιου τα φιλιά κι ο ύπνος βαρύς απυθμενος χωρίς όνειρα μη τύχει απο το θελω και σκιαχτεί...
αλήθεια πότε θα είναι ελεύεθερη να ζήσει....

Χριστίνα Σαββατιανού 2003

Εγκλήματα 15-9-2004




Καιγόταν το αποτσίγαρο μέσα στο τσίγκινο ταψί που ξεκουραζόταν στο πάτωμα κουβαλώντας την ιστορία μιας νυχτιάς... αυτής της περασμένης που άλλαξε τη ροή της ζωής του...

Εκείνος βημάτιζε αδιάφορα και νευρικά μπροστά της... που και που έριχνε μια ματιά στα χέρια της που κρατούσαν με στοργή το μάτσο με τα πλε τριαντάφυλλα που της χάρισε την προηγούμενη μέρα... το κόκκινο στο σεντόνι έκανε τη διαφορά, χθες ήταν εκεί του χαμογελούσε τον άγγιζε, κελάρυζε γύρω του με τη διαφάνεια του νερού μέσα στο γαλανό της φόρεμα, σήμερα πνίγεται στο κόκκινο, τα χέρια βελούδινα και κρύα, τα μάτια κοιτάζουν σταθερά το σκαλιστό μπαστούνι που έγινε κομμάτια...

Μια τόση δα διαφωνία χωρίς λόγο χωρίς αιτία, πολύ το αλκοόλ ακόμη κυλά στις φλέβες του... εκεί στην ανηφοριά του δρόμου άρχισε... Το μυαλό θολό οι σκέψεις πνιγμένες στου ποτού την ανασφάλεια θέριεψαν το εγώ του... φώναξε πολύ την προσέβαλε, με το άνοιγμα της πόρτας πήγε να διαφωνήσει κι εκείνη... το σκαλιστό μπαστούνι της γιαγιάς του, με εναν άπονο ήχο στεγνό εσπασε πανω στο πρόσωπο της... δεν άφησε τα μπλε τριαντάφυλλα απ τα χέρια της... έγειρε θαρρείς για να ξαποστάσει απ την ανηφοριά, και με ενα ερωτηματικό έφυγε για πανηγύρια αγγέλων...

Συνέχισε να βηματίζει αδιάφορα και το τσιγάρο να καιει τη λιγδα στο τσίγκινο ταψί...

Τίποτα δεν γυρίζει πίσω, Τίποτα από όσα γίναν δεν αλλάζει... Κι άλλη ανηφοριά μόνο χωρίς ευκαιρίες χωρίς αρχή....

κλώτσησε το ταψί και τράβηξε για το Σούνιο......

Χριστίνα Σαββατιανού. 15-09-2004

Γράμμα σε έναν φίλο




Πήρα απ το χέρι σήμερα ένα απ τα γκρίζα σύννεφα που σεργιανίζανε ψηλά...
Παρέα ήρθε μια έκπτωση στα ήθη και στη νόηση, ένας χιμπατζής που θέλαν άνθρωπο να τον κάνουν... κι ένας πράκτορας που έγραφε, έγραφε τρελλά....
Σοκάκια μύρια γύρω μας, σοκκάκια ξεχασμένα, γεμάτα μικροκέφαλους, ημιφρενείς... Γεμάτα "ανθρώπους"...
Είδα δίποδα πολλά, να τρέχουν, να φωνάζουν, να ασθμαίνουν, να αγωνιούν...
Είδα εκπτώσεις σε αγαθά, και ξεπουλήματα αράδα...
Ένας πούλαγε τη μάνα του για μια εικόνα της παναγιάς, ήτανε χριστιανός πιστός... ο άλλος πούλαγε το γιό του, στολισμένο με ενέσεις, για ένα αμάξι που πηγαίνει παντού... ήτανε επιχειρηματίας κι έφτιαχνε ιματζ σωστό... επιτυχίας...
Μια όμορφη γυναίκα πούλαγε το σπίτι την εστία της, για δυο γλυκόλογα ενός γλοιώδη εραστή.... ήτανε σύζυγος πιστή και κυρία καθώς πρέπει....
Η νόηση που ήταν στην παρέα, άρχισε να ματώνει οδυνηρά, δεν είχα γάζα, ούτε τρόπο το αίμα να μαζέψω... Κοκκίνησε το δειλινό...
Ο χιμπατζής έβαλε το δάχτυλο να δοκιμάσει το κόκκινο... Ξέρασε των ανθρώπων τα σαπισμένα μυαλά και τις ψυχές τις άδειες...
Ξέρει ο χιμπατζής πως άνθρωπος δεν είναι και είναι ευτυχής....
Ο πράκτορας με αγωνία καρφιτσωμένη στη μάσκα του επάνω του έγραφε, έγραφε... έπρεπε να προλάβει να δει ποιος ειναι λεύτερος να τον βάλει στη λίστα της αγωνίας... να τονε βάλει στον αποχυμωτή της σκέψης, να τον προλάβει πριν παρασύρει, πριν μεγαλώσει... τώρα που ναι ακόμα παιδί να τον ελευθερώσει από τη λευτεριά του.....
Το σύννεφο μου μουρμούρισε θυμωμένο... "που με πας;" γιατί εδώ; εδώ δεν ειν ο κόσμος ο γνωστός... τι του χετε καμωμένο;
Το σύννεφο μούγκρισε βαθειά και ένας κεραυνός του ξέφυγε απάνω στο θυμό του.... Που πήγε το θαύμα που με γέννησε; που πήγε η γη κι ο ουρανός; που τά χετε κρυμμένα;
Σάστισα, τι να του πω; πως να ομολογήσω τη καταστροφή; πως να του κρύψω τα καρφιά στης φύσης το κορμάκι; πως να το σώσω απ τη φωτιά εκείνη των πολέμων;
Ο χιμπατζής με πήρε αγκαζέ.... χάϊδεψε τα μαλλιά μου... "Έλα μου είπε πάμε, να σου δείξω εγώ τόπο μυστικό, καλά κρυμμένο"
Καβάλα στου σύννεφου τη ράχη φύγαμε απ τη πόλη... Ωκεανός τεράστιος ήτανε το χαλί μας... γλαρόπουλα και σταυραετοί συνταξιδιώτες στο πέταγμά μας τούτο...
Κι εκει, σε μια κουκίδα γης πάνω στους πάγους... είδα μια σπηλιά... "εκεί πάμε μου είπε..."
Φως στη σκοτεινη σπηλιά, ένας παράλληλος ήλιος μέσα εκει, κρυμμένος στα έγκατα... Κόσμος πολύς, εμοιαζε με τα δίποδα που αφήσαμε πίσω... Πράσινο πολύ, πράσινο λουλουδιασμένο ανάσαινε ζωή.... Χαρούμενες φωνές παιδικές μου μοιάζαν, αλλά χωρίς αγωνία, χωρίς ασθματικές ανάσες... Χαμόγελα πόνεσαν και τσούξαν τα μάτια μου...τα είχα ξεχάσει χρόνια τώρα. Κοιλάδες, ποτάμια, πουλιά, σπίτια από πέτρα και ξύλο, χαμηλά, αγκαλιασμένα με το χώμα, χρώματα ανείπωτα άγνωστα στα μάτια μου που το γρκίζο ειχαν μάθει....
Σύννεφο και χιμπατζής με απίθωσαν σε ένα χωράφι... κάτσε εδώ και ζήσε μια στιγμή, μου είπαν... Κι όταν τελειώσει η στιγμή σε ξαναπάμε πίσω... Αλλά το μυστικό μονάχα δικό σου θα ναι... Γράψτο, ζωγράφισέ το, κλάψε το, τραγούδησέ το, αλλά ποτέ ποτέ να μη το πεις έτσι απλά.... Το φως θα τους πονέσει τα μάτια και θα σε κάψουν.... Το τραγούδι των πουλιών και του ποταμιού θα τους πονέσει τα αυτιά και θα σε πνίξουν.... Το χαμόγελο των παιδιών θα τους ξυπνήσει απ το βόλεμα και θα σε κόψουν κομμάτια....
Το μυστικό δικό σου μόνο.... Κάντο ότι θέλεις αλλά ποτέ, ποτέ μη το πεις έτσι απλά.... Θα σε ελευθερώσουν στη σκλαβιά τους...

Συγχώρα την πολυλογία μου αδερφέ άνθρωπε...

Χριστίνα Σαββατιανού

Μείνε όπως είσαι...






Ημ/νία 02-12-2002
Ώρα 04:37

Η βρύση έκλαψε αχνιστό νερό στην στρογγυλή μπανιέρα της....
Κοίταζε χαυνωμένη τα μπουκάλια με τα χρωματιστά υγρά σαπούνια.... Το σφίξιμο στο στήθος της εσμιξε με τους υδρατμούς, ταξίδι αλλοκοτο μέχρι το ταβάνι και πίσω ξανά στη θέση της καρδιάς...
Χωρίς να σκεφτεί πολύ, ΄έσβησε το φως μη τύχει και ο καθρέφτης της θυμίσει τον πόνο... της ζητήσει να τον γνωρίσει να τον αγγίξει να ενωθεί...
Δυο κομμάτια ηταν τώρα... Εκείνο το μικρό που ζαρωνε με το χρόνο αγγιζε ακόμα τα μύχια ζητώντας να έρθει ξανα στη ζωή... απαιτώντας φωνάζοντας σκίζοντας τη λογική στα δύο και μετά στα τέσσερα, στα χίλια...
Το άλλο, νιούτσικο θεριεμένο, θρεμμενο με το καφέ της γης και το άσπρο του ταξιδιάρικου σύννεφου της άρπαζε τα θέλω και τα ζάλιζε με χορούς και λόγια απλά...
Το νερό αχνιζε στη μπλε ανταύγεια του σκοταδιού, μπήκε μέσα να καψει το τώρα να κάψει το θέλω, να καψει το πρέπει...
Η ηθική φώναζε απο μακριά... ασυνάρτητα λόγια που έμπλεκαν μακριά δάχτυλα μέσα στη καρδιά της... Σκάλιζαν εκει πονώντας περισσοτερο ακόμη...
Δε σκεφτόταν μονάχα ένιωθε... κάθε μικρή στιγμή ειχε μια αιώνια ύπαρξη που απαιτούσε πραγματωση απαιτούσε μια ώρα από τη ζωή της... μια απεραντοσύνη μέσα της...
Η εικονα που ειδε πρώτη, ηταν ενα χαμογελο λίγο αμήχανο... ματια που ετρεξαν ενα γύρω πανω της, χαμογέλασαν κι αυτά ευχαριστηθηκαν μαλλον απο την όψη... Έπειτα καποιος της άγγιξε τα μαλλιά... χάδι απαλό παιδιακίσιο, δεν ειχε προκαμει να βρωμίσει με σκοπιμότητες και λάσπη...
Η ανηφορα της φάνηκε ευκολη, δε λαχάνιασε δε φοβήθηκε... Ενιωθε ακόμη το χάδι στα μαλλιά....
Η σιωπή γίνηκε αφόρητη καθώς χόρεψε με το θορυβο του καυτου νερού...
Ηταν μονη, τελειως μόνη... Χιλιάδες προσωπα την αναζητούσαν μα εκεινη μόνη, εκει, να καψει τα θελω να καψει την ορμή να καψει την οργή... να καψει τα λαθη, να καψει το χρόνο...
Το άρωμα του σαπουνιού την ξύπνησε, το χάδι χάθηκε... τα χαμογελαστά ματια αποκοιμήθηκαν στη ζέστη των υδρατμών...
Τυλίχτηκε με την μεγάλη πετσέτα ριγώντας στο άγγιγμα του βουβού σπιτιού....
Κάθισε έτσι βρεγμένη ακόμη μπροστά στον υπολογιστή...
είχε κολλήσει στο e-mail... δεν εσβησε, δε χάθηκε....

"Μείνε όπως είσαι..." διάβασε... κι ενα διαμάντι στόλισε τη ματιά της....

Χριστίνα Σαββατιανού

11 Φεβ 2007

Σαράντα και κάτι...




Ημ/νία 29-05-2002

Μέσα σε μια θύελα από σκέψεις και φαντάσματα της μεσόκοπης ζωής του έτσι λίγο πριν ο βρόχος σφίξει γύρω από το όνειρο, στάθηκε ξαρματωμένος μια στιγμή στης έλλειψης την άκρη...
Πήρε ανάσα βαθιά άγχος γιομάτη... το γλεντοκόπημα σταμάτησε κι η επίστρωση του χρυσαφιού ξέφτισε σαν κοίταξε τα μάτια στον καθρέφτη...
Είχαν περάσει 42 χρόνια άδεια χωρίς ουσία χωρίς χαρά και πόνο... μόνο άδεια....
Τα χέρια στέρεψαν οι λέξεις έχασαν το νόημα έπεα πτερόεντα γενήκαν σε τραγούδια αλλοτινών καιρών...
Η νιότη χλεύασε για μια στιγμή κι έκατσε παραδίπλα σε ένα νιούτσικο κλαράκι...
Παρέα του η σιωπή κι οι κεραυνοί που του πετάει η αναμένη τηλεόραση που συντροφεύει τον ύπνο του...
Αγκομαχώντας, έρποντας βρήκε το δρόμο για το κρεβάτι...
Άραγε θέλει να ξυπνήσει το ερχόμενο πρωί?

Χριστίνα Σαββατιανού

TΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ (παραμύθι)





(Xριστίνα Σαββατιανού- Αντιπολεμικό παραμύθι,1995)

Κάπου πολύ ψηλά, στο βασίλειο του Ουρανού...

Μια δυό μέρες λιάζονταν και απολάμβαναν τον ανοιξιάτικο ήλιο. Στο διάβα τους πάνω από χώρες και ανθρώπους, λίγο πριν συναντηθούν με τις φίλες τους τις νυχτιές...

Εκεί, σε μια στροφή του ουρανού, νά΄σου ένα συννεφάκι... μικρούλι και μόνο.

- Μπά! Μόνο του είναι αυτό; Για ιδές πόσο μικρούλι, Θά΄ναι το παιδί καμιάς μπόρας που ξεστράτισε.

- Γιά ... έλα εδώ μικρό μου, πού σεργιανάς μονάχο σου ανάμεσα σε μέρες και σε νύχτες;

Ξαφνιασμένο, τρεμουλιάζοντας και ρουφώντας τη μύτη, το συννεφάκι τις πλησίασε. -Ώρα καλή κυράδες, μήπως μπορώ να μπω στο διάβα σας;

Οι μέρες κοιτάχτηκαν, - Μια σκέψη... «Κι άν μας κρύψει τον ήλιο και το δρόμο μας χάσουμε;»

- Σας παρακαλώ κυράδες, βούρκωσε το συννεφάκι, μήν με αφήνετε εδώ μονάχο... Δέν βαστώ. Κι άν στον ήλιο σας μπροστά βρεθώ δέστε, τόσο μικρό που είμαι θα διαλυθώ και λαμπρές δροσοσταλίδες και ουράνια τόξα θα στρώσω στα μονοπάτια σας.

- Όχι, Όχι, μ΄ένα στόμα το χαστούκισαν οι μέρες. -Βιαστικές είμαστε δες... μας περιμένουν οι νυχτιές... Όχι, όχι... πάμε γεια σου...

Κι έμεινε το συννεφάκι μόνο, βουρκωμένο, μικρούλι, εκεί στη γωνίτσα, πάνω στη στροφή του ουρανού.

Λίγο μετά, δεν ξέρω πόσο... δυό φτερούγες ξεπρόβαλαν στον ορίζοντα. Ένας γίγαντας αετός περιδιάβαινε ψάχνοντας να βρει το ταίρι του, απ΄άκρη σ΄άκρη.

Εκεί στη στροφή του ουρανού, είδε ζαρωμένο στη γωνιά, το μικρό συννεφάκι. Σκέφτηκε: «Τί νάναι τούτο;... θάναι παιδί κάποιου ξεθυμασμένου κεραυνού που ξαπόμεινε χαμένο.

- Γειά και χαρά σου μικρό... Για που τραβούσες και ξαποσταίνεις στη γωνιά;

- Γειά και χαρά σε σένα, τρέμισε το συννεφάκι. Διάβα δεν έχω, πούθε ήρθα δεν ηξεύρω, να συντροφέψω τις φτερούγες σου κυρ΄ γίγαντα, μονάχο να μην είμαι;- Σκέφτηκε μια στιγμή ο Βασιλαετός... Και άν η σκιά του το χρώμα και το μεγαλείο από τις φτερούγες μου σκιάσει; Το ταίρι μου δεν θα εντυπωσιαστεί και θα φύγει...

- Άσε μικρό τα ταξίδια μαζί μου, δες γρήγορα πολύ πετώ κι εσύ δεν θα προκάμεις ν΄ακολουθείς. Άντε γειά σου τώρα και καλό βιός...

Ένα βρόχινο δάκρυ γυάλισε στα μάτια του μικρού σύννεφου. Ένας γκρίζος λυπημένος τόνος έβαψε το κορμάκι του και μια παγερή μοναξιά το φούσκωσε λιγάκι, έτσι όπως απόμεινε μόνο στη γωνίτσα πάνω στη στροφή του Ουρανού...

Καθώς το βρόχινο δάκρυ του κυλούσε και πετάριζε λεύτερο και χαρούμενο να συναντήσει ένα ροδοπέταλο, άκουσε ένα θόρυβο παράξενο, δυνατό...

Σαματάς μεγάλος που του πόνεσε τ΄αφτιά, κι εκεί μπροστά του ένας σιδερένιος άγγελος από την κόλαση βγαλμένος.

Βλέποντάς το μέσα στη φούρια του κοντοστάθηκε για λίγο να δει καλύτερα...

- Γειά σου μικρό... Σύννεφο είσαι θαρρώ έ; Φύγε από τη μέση γρήγορα.. κυνηγώ στόχους και δεν γουστάρω εμπόδια και παρεμβολές στο δρόμο μου. Τούς στόχους δεν πρέπει να χάσω. Φύγε σου είπα!

Έτσι είπε και χάθηκε με τρομακτικό σαματά φτύνοντας φωτιά και ανάσα καυτή πάνω στο συννεφάκι. Τόσο καυτή που σχεδόν διάλυσε το μικρό.

- Γιατί κύριε σιδερένιε άγγελε έκαψες το κορμί μου; Μήπως θα σου έκλεινα τα μάτια και το δρόμο τους στόχους σου να χάσεις; Έτσι σκεφτόταν το συννεφάκι βουρκωμένο, προσπαθώντας τους ατμούς να μαζέψει, το κορμί του να βάλει σε τάξη, να συνεχίσει να ζει... εκεί στη γωνιά του πάνω στη στροφή του Ουρανού.

Και πάνω που προσπαθούσε τα κομμάτια να ταιριάξει, ένα θρόισμα ανάλαφρο, και μια σκοτεινή σκιά αθόρυβα στάθηκε μπροστά του κρύβοντας τον ουρανό...

Μαύρος άρχοντας, παγωμένος και τεράστιος, μαυροντυμένος, αρματωμένος με δρεπάνια και σπαθιά, με μάτια άδεια, με ανάσα βρωμερή... Με φωνή γεμάτη καταχνιά και απόηχους κραυγών του μίλησε.

- Δε μου λες εσύ... Που πήγε ο σιδερένιος άγγελος; Πέρασε τώρα δα από δω θαρρώ. Λοιπόν πες μου, βιάζομαι να τον προφτάσω! Τις ψυχές που θα κάψει πάω να μαζέψω μην τις προλάβει το φως... και τις λυτρώσει...

- Κ..κ..καλή σου μέρα άρχοντα, ψέλλισε το συννεφάκι, γεμάτο φόβο από τα θαύματα που αντίκριζε τούτη τη μέρα.

- Πίσω από τους στόχους του έφυγε σαν αστραπή... Μα συγχώρα με άρχοντα... μιά ... μιά ερώτηση να κάνω... Τ...τί είναι στόχοι;

- Χα.. Χα..Χα χασκογέλασε ο σκοτεινός άρχοντας κι η ανάσα του πάγωσε το τσουρουφλισμένο σώμα του μικρού σύννεφου...

- Στόχοι μικρό μου, είναι ψυχές. Εκείνες που είναι ταγμένες στην ελευθερία και στο φως... Στόχοι είναι παιδιά που αξιώνουν τη ζωή... Στόχοι είναι σκέψεις επαναστάτριες που αντιστέκονται... Στόχοι είναι όλοι εκείνοι που πιστεύουν κι αγαπούν.

Αρκετά όμως, πες μου κατά που πήγε ο σιδερένιος άγγελος, πρέπει τις ψυχές που θα μακελέψει να βιαστώ να συνάξω...

Το συννεφάκι σκέφτηκε μια στιγμή... Τότε, μια αχτίδα από φως μπήκε εκείνη τη στιγμή στο άμαθο κι αγνό μυαλουδάκι του. Είδε...

Είδε μες στο μυαλό του το διάβα του σιδερένιου άγγελου...Είδε κόκκινο πολύ, φλόγες, κόκκινο... Είδε ουρλιαχτά και φόβο..., είδε ταπείνωση, είδε και φοβήθηκε, είδε και θύμωσε.

Άλλη μια αχτίδα σκέψης το διαπέρασε. Να βοηθήσω...Ένιωσε το κορμί του να γεμίζει ρεύμα... Ο φόβος του κι η μοναξιά του άδειασαν κι έμειναν στη γωνιά λίγο σαστισμένα που δεν είχαν πια καμμιά ψυχή να τυραννούν.

Χωρίς να τρέμει πιά, έχοντας φως και ρεύμα, τόνο και πνεύμα, έδειξε με μια μικρή λάμψη το δρόμο στον σκοτεινό άρχοντα.. «Καλή σοδειά Κύριε» είπε, « Θα σου δείξω εγώ» σκέφτηκε...

Και καθώς ο άρχοντας βιαστικός απομακρυνόταν σέρνοντας τ΄άρματα και τη βρωμερή του ανάσα, το συννεφάκι ένιωσε να γεμίζει.

Το φως το γέμιζε. Οι στάλες συνωστίζονταν στο σώμα του. Το χρώμα του άσπρο λαμπρό, γκρίζο θυμωμένο, έπλεκε τις στάλες με συνοχή, με δύναμη. Το συννεφάκι μεγάλωνε, γινόταν συννεφιά. Άρχισε να μοιάζει στη μάνα του τη μπόρα. Μέσα του ένιωθε την κληρονομιά του πατέρα του του κεραυνού, να βλασταίνει, να θεριεύει...

Αντάριασε νοιώθοντας τούτη τη δύναμη που ξυπνούσε μέσα του βγαλμένη από το φως και βγήκε από τη γωνίτσα που δεν το χωρούσε πια.

Προχώρησε λίγο διστακτικά στην αρχή... γνωρίζοντας την καινούργια του φύση. Την ένιωσε, την καλωσόρισε... Και τότε... οι στόχοι...

Οι στόχοι το στοίχειωσαν, το θύμωσαν, το έβαψαν γκρίζο βαθύ δυνατό θυμωμένο. Ένας μικρός κεραυνός του ξέφυγε με ένα μουγκρητό, και πήγε να κάνει παρέα σε μια σκέψη. -Τον σιδερένιο άγγελο να σταματήσω. Όχι παιδιά, όχι ψυχές, όχι σκέψεις αγνές... Πρέπει να βιαστώ, να προλάβω, το κακό να σταματήσω.

Άπλωσε το κορμί του θεριεμένο πια, κι ένας αλήτης καλόψυχος βοριάς που έψαχνε κι αυτός να διαλύσει την καταχνιά, το πήρε μαζί του... «έλα...δεν θα πολεμήσεις μόνο σου τούτο το κακό. Εγώ είμαι παλιός και ξέρω από αυτά, τα έχω ξαναζήσει. Έλα και θα σε βοηθήσω...

Ξεκίνησε λοιπόν το συννεφάκι παρέα με τον αλήτη το βοριά, και το μυαλό του γεμάτο ερωτήσεις, που γίνονταν μικροί κεραυνοί καθώς προχωρούσαν. Πήραν το κατόπι του σιδερένιου άγγελου και του άρχοντα του σκοτεινού που διαφέντευε την καταχνιά.

Καθώς διαβαίναν, το συννεφάκι ρωτούσε συνεχώς τον άνεμο τα τι, τα πως, και τα γιατί. Κάθε απάντηση, κάθε μικρή αχτίδα γνώσης που έμπαινε μέσα του το θέριευαν, κι ο άνεμος φυσούσε όλο και πιο δυνατά για να το σπρώχνει, και του ψιθύριζε συνάμα τις απαντήσεις που έψαχνε.

Καθώς προχωρούσαν, ένας άλλος άνεμος μικρούλης, φοβισμένος ξέπνοος, πέρασε δίπλα τους. Η λιγοστή ανάσα του τους έκαψε τα ρουθούνια με την αποφορά της καταχνιάς που κουβαλούσε. Τούς χαιρέτησε θροΐζοντας και βιαστικός κρύφτηκε σε μια μπόρα μήπως και ξεπλυθεί από την βρωμιά.

- «Φτάνουμε...», είπε ο αλήτης ο βοριάς, «ετοιμάσου. Σταμάτα να ρωτάς και ξεδιπλώσου, Έλα κι εγώ σε βοηθάω». Έτσι είπε και φύσηξε δυνατά πολύ το σύννεφο ανακατεύοντάς το.

Το συννεφάκι ρίγησε, αναδιπλώθηκε, μεγάλωσε. Όλη η γνώση που του έδωσε ο βοριάς στο δρόμο, γίνηκε ρεύμα και καθώς πλησίαζε την καταχνιά και τον θάνατο, οι κεραυνοί του πήραν δύναμη απ΄ την αγάπη που φυσούσε μέσα του μαζί με τον βοριά.

Το τεράστιο πια σώμα του, με το βαθύ γκρίζο θυμωμένο χρώμα έκρυψε τη μέρα, σκέπασε τον ήλιο, καθώς αντίκρισε την καταχνιά. Ο σύντροφός του ο βοριάς, θυμωμένος κι αυτός, παρέσυρε τα πάντα με το μανιασμένο φύσημά του.

Το συννεφάκι δεν κρατήθηκε άλλο... Τα κομμάτια του πυκνά, δυναμωμένα, χτυπούσαν το ένα στο άλλο και οι κεραυνοί του πήραν να κυνηγούν τον σιδερένιο άγγελο και τον σκοτεινό άρχοντα.

- Αυτό είναι. Μπράβο μικρό, δώς τους να καταλάβουν, του φώναξε ο άνεμος και το φύσηξε ακόμη πιο δυνατά.

Την ίδια στιγμή, χοντρές στάλες ξέφυγαν απ΄το κορμί του και ρίχτηκαν με λαχτάρα και μανία πάνω στην καταχνιά και στη φωτιά για να τις διαλύσουν, να τις εξαφανίσουν από το πρόσωπο του κόσμου.

Όσο έβρεχε και άστραφτε το συννεφάκι, τόσο πιο δυνατό και μεγάλο γινόταν, τόσο πιο πολλές στάλες γεννιόνταν μέσα του, καθώς η ομορφιά της ψυχής του έλαμπε και αναδιπλωνόταν.

Νά΄ταν από μεριά η μπόρα και ο κεραυνός, πόσο θα καμάρωναν για το παιδί τους, που πολεμούσε και κατάστρεφε μονάχο του τόσο μεγάλο κακό, και με τόση χάρη!... Μέρες πολλές πέρασαν και νυχτιές βιαστικές, δεν ξέρω πόσες να σας πω... Το συννεφάκι κι ο βοριάς, μαζί, χέρι χέρι, διάλυσαν την καταχνιά, έπνιξαν κι έκαψαν τον σιδερένιο άγγελο και τον θανατερό άρχοντα φοβίσαν κι έδιωξαν.

Κάποτε, όταν πιά είχαν σιγουρευτεί ότι το κακό είχε χαθεί από τον κόσμο το γνωστό, καλμάρισαν. Ο άνεμος φύσηξε τρυφερά και παιχνιδιάρικα το συννεφάκι κι εκείνο ησυχάζοντας και χαμογελώντας του, τίναξε τις τελευταίες βαριές στάλες από το κορμί του που έλαμπε από χαρά.

- «Μπράβο μικρό... Μπράβο. Καλά τα κατάφερες. Καλά σε είδα εγώ ότι είσαι άξιο για σπουδαία και μεγάλα έργα. Μπράβο».

Το συννεφάκι τρεμούλιασε μ΄ευχαρίστηση στο δροσερό άγγιγμα του αέρα και είπε «Σ΄ευχαριστώ κυρ΄άνεμε, σ΄ευχαριστώ που ήσουν μαζί μου όλο τούτο τον καιρό. Σ΄ευχαριστώ για όλα. Άν δεν ήσουν εσύ δεν θα κατάφερνα τίποτα.»

Καθώς ευχαριστούσε τον αλήτη το βοριά μια αχτίδα από φως το γαργάλησε χαμογελώντας και του είπε «Αρκετά έπαιξες με τον άνεμο μικρό... Έλα μαζί μου τώρα στο δρόμο του άρχοντά μου του Ήλιου, να γνωρίσεις και τις ομορφιές αυτού του κόσμου. Τώρα που κατάφερες και έδιωξες την καταχνιά, μπορείς να δεις τα πάντα φωτεινά όπως η φύση τά΄ χει πλασμένα, όμορφα και καθαρά. Αυτό το ταξίδι σου αξίζει».

Το συννεφάκι χαμογέλασε ταπεινά, βάφτηκε ρόδινο από την ηλιαχτίδα και κοίταξε προς τον βοριά. «Άντε μικρό, τί κάθεσαι; Φύγε, στο κατόπι του Ήλιου μόνο θαύματα θα συναντήσεις. Μη νοιάζεσαι για μένα, θα ξεκουραστώ για λίγο και πάλι θα σε συναντήσω σε κάποια γωνιά του ουρανού. Πήγαινε λοιπόν τι περιμένεις ; ΄Αν αργήσεις, το μονοπάτι της ηλιαχτίδας θα χαθεί στη δύση και θ΄ απομείνεις πάλι μόνο σου.

Το συννεφάκι χαιρέτησε με μια μικρή υπόκλιση τον άνεμο κι έτσι μικρούλι που ήταν και πάλι, σκαρφάλωσε στη ράχη της ηλιαχτίδας που το περίμενε βιαστική. Ένα βρόχινο δάκρυ χαράς μαζί με ένα ζεστό χαμόγελο αποχαιρετισμού αγκάλιασαν τον άνεμο καθώς το συννεφάκι και η ηλιαχτίδα ξεμάκρυναν και έστριψαν σε μια γωνιά του ουρανού, κινώντας να γνωρίσουν τις ομορφιές και τα θαύματα του κόσμου που περίμεναν στο δρόμο του Ήλιου.



Γιατί δεν αγαπώ τον πόλεμο…


Τ Ε Λ Ο Σ

Χριστίνα Σαββατιανού

Σελίδες

Ετικέτες

τα δικά μου (326) περιβάλλον (91) writting (67) Greece (57) poetry (50) χρήσιμα (39) χαμόγελα (38) video (37) κοινωνία (35) φωτογραφία (32) health (30) environment (24) phtography (24) εθελοντισμός (24) υγεία (23) music (20) people (20) blogging (14) stories (14) children (13) παιδά (13) computers (12) information (11) μπλογκοπαίχνιδα (11) doctor (10) πολιτισμός (10) συνταγές (10) χιούμορ (10) medicine (9) ελλάδα (9) μουσική (9) activism (8) world (8) οι συνταγές της κρίσης (8) goverment (7) rights (7) safety (6) services (6) Πάρνηθα (6) γκρίνιες (6) εκθέσεις (6) ποίηση (6) Επιστήμη (5) amalia (4) earth (4) technology (4) Αναδάσωση (4) αηδιούλες (4) αρθρογραφία απο ιντερνετ (4) γιατρός (4) πολιτική (4) πρωτβουλίες (4) σοφά λόγια (4) emergency (3) theatre (3) Εναλλακτική οικονομία (3) εκδηλώσεις (3) εκθεσεις (3) με ενδιαφέρουν (3) φύση (3) χορός (3) ψυχαγωγία (3) economy (2) games puzles (2) είπαν (2) εκδόσεις (2) ελεύθερος χρόνος (2) κόσμος (2) νομικά θέματα (2) συναντήσεις (2) τεχνολογία (2) DVD (1) Greek movie (1) amber alert (1) dance (1) documentary (1) down syndrom (1) facebook (1) first aid (1) funny (1) internet security (1) nature (1) privacy (1) protest (1) radio (1) ΕΜ (1) ΧΡ (1) απορίες (1) απόκριες (1) αστικά τοπία (1) βιβλιο - e-book (1) διάστημα (1) διαβάζω (1) εναλλκτική ζωή (1) ενεργοί μικροοργανισμοί (1) εφημερίδες (1) ζωγραφική (1) θέατρο (1) καλομηνιάσματα (1) κινηματογράφος (1) παράξενα (1) παραδοξόνιο (1) παραμύθια (1) παραξενα chemtrails (1) παρατηρώ (1) πειραματα (1) περιοδικά (1) τεχνες (1) της γειτονιάς.... (1) φακελλάκι (1) ψάχνω (1)