ΤΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ
Κάπου πολύ ψηλά, στο βασίλειο του Ουρανού...
Μια δυό μέρες λιάζονταν και απολάμβαναν τον ανοιξιάτικο ήλιο. Στο διάβα τους πάνω από χώρες και ανθρώπους, λίγο πριν συναντηθούν με τις φίλες τους τις νυχτιές...
Εκεί, σε μια στροφή του ουρανού, νά΄σου ένα συννεφάκι... μικρούλι και μόνο.
Μπά! Μόνο του είναι αυτό; Για ιδές πόσο μικρούλι, Θά΄ναι το παιδί καμμιάς μπόρας που ξεστράτισε.
Γιά ... έλα εδώ μικρό μου, πού σεργιανάς μονάχο σου ανάμεσα σε μέρες και σε νύχτες;
Ξαφνιασμένο, τρεμουλιάζοντας και ρουφώντας τη μύτη, το συννεφάκι τις πλησίασε. Ώρα καλή κυράδες, μήπως μπορώ να μπω στο διάβα σας;
Οι μέρες κοιτάχτηκαν, - Μια σκέψη... «Κι άν μας κρύψει τον ήλιο και το δρόμο μας χάσουμε;»
Σας παρακαλώ κυράδες, βούρκωσε το συννεφάκι, μήν με αφήνετε εδώ μονάχο... Δέν βαστώ. Κι άν στον ήλιο σας μπροστά βρεθώ δέστε, τόσο μικρό που είμαι θα διαλυθώ και λαμπρές δροσοσταλίδες και ουράνια τόξα θα στρώσω στα μονοπάτια σας.
Όχι, Όχι, μ΄ένα στόμα το χαστούκισαν οι μέρες. Βιαστικές είμαστε δες... μας περιμένουν οι νυχτιές... Όχι, όχι... πάμε γειά σου...
Κι έμεινε το συννεφάκι μόνο, βουρκωμένο, μικρούλι, εκεί στη γωνίτσα, πάνω στη στροφή του ουρανού.
Λίγο μετά, δεν ξέρω πόσο... δυό φτερούγες ξεπρόβαλαν στον ορίζοντα. Ένας γίγαντας αετός περιδιάβαινε ψάχνοντας να βρει το ταίρι του, απ΄άκρη σ΄άκρη.
Εκεί στη στροφή του ουρανού, είδε ζαρωμένο στη γωνιά, το μικρό συννεφάκι. Σκέφτηκε: «Τί νάναι τούτο;... θάναι παιδί κάποιου ξεθυμασμένου κεραυνού που ξαπόμεινε χαμένο.
Γειά και χαρά σου μικρό... Για που τραβούσες και ξαποσταίνεις στη γωνιά;
Γειά και χαρά σε σένα, τρέμισε το συννεφάκι. Διάβα δεν έχω, πούθε ήρθα δεν ηξεύρω, να συντροφέψω τις φτερούγες σου κυρ΄ γίγαντα, μονάχο να μην είμαι;
Σκέφτηκε μια στιγμή ο Βασιλαετός... Και άν η σκιά του το χρώμα και το μεγαλείο από τις φτερούγες μου σκιάσει; Το ταίρι μου δεν θα εντυπωσιαστεί και θα φύγει...
Άσε μικρό τα ταξίδια μαζί μου, δες γρήγορα πολύ πετώ κι εσύ δεν θα προκάμεις ν΄ακολουθείς. Άντε γειά σου τώρα και καλό βιός...
Ένα βρόχινο δάκρυ γυάλισε στα μάτια του μικρού σύννεφου. Ένας γκρίζος λυπημένος τόνος έβαψε το κορμάκι του και μια παγερή μοναξιά το φούσκωσε λιγάκι, έτσι όπως απόμεινε μόνο στη γωνίτσα πάνω στη στροφή του Ουρανού...
Καθώς το βρόχινο δάκρυ του κυλούσε και πετάριζε λεύτερο και χαρούμενο να συναντήσει ένα ροδοπέταλο, άκουσε ένα θόρυβο παράξενο, δυνατό...
Σαματάς μεγάλος που του πόνεσε τ΄αφτιά, κι εκεί μπροστά του ένας σιδερένιος άγγελος από την κόλαση βγαλμένος.
Βλέποντάς το μέσα στη φούρια του κοντοστάθηκε για λίγο να δει καλύτερα...
Γειά σου μικρό... Σύννεφο είσαι θαρρώ έ; Φύγε από τη μέση γρήγορα.. κυνηγώ στόχους και δεν γουστάρω εμπόδια και παρεμβολές στο δρόμο μου. Τούς στόχους δεν πρέπει να χάσω. Φύγε σου είπα!
Έτσι είπε και χάθηκε με τρομακτικό σαματά φτύνοντας φωτιά και ανάσα καυτή πάνω στο συννεφάκι. Τόσο καυτή που σχεδόν διάλυσε το μικρό.
Γιατί κύριε σιδερένιε άγγελε έκαψες το κορμί μου; Μήπως θα σου έκλεινα τα μάτια και το δρόμο τους στόχους σου να χάσεις; Έτσι σκεφτόταν το συννεφάκι βουρκωμένο, προσπαθώντας τους ατμούς να μαζέψει, το κορμί του να βάλει σε τάξη, να συνεχίσει να ζεί... εκεί στη γωνιά του πάνω στη στροφή του Ουρανού.
Και πάνω που προσπαθούσε τα κομμάτια να ταιριάξει, ένα θρόϊσμα ανάλαφρο, και μια σκοτεινή σκιά αθόρυβα στάθηκε μπροστά του κρύβοντας τον ουρανό...
Μαύρος άρχοντας, παγωμένος και τεράστιος, μαυροντυμένος, αρματωμένος με δρεπάνια και σπαθιά, με μάτια άδεια, με ανάσα βρωμερή... Με φωνή γεμάτη καταχνιά και απόηχους κραυγών του μίλησε׃
Δε μου λές εσύ... Που πήγε ο σιδερένιος άγγελος; Πέρασε τώρα δά από δώ θαρρώ. Λοιπόν πές μου, βιάζομαι να τον προφτάσω! Τις ψυχές που θα κάψει πάω να μαζέψω μην τις προλάβει το φώς... και τις λυτρώσει...
Κ..κ..καλή σου μέρα άρχοντα, ψέλισε το συννεφάκι, γεμάτο φόβο από τα θαύματα που αντίκριζε τούτη τη μέρα.
Πίσω από τους στόχους του έφυγε σαν αστραπή... Μα συγχώρα με άρχοντα... μιά ... μιά ερώτηση να κάνω... Τ...τί είναι στόχοι;
Χα.. Χα..Χα χασκογέλασε ο σκοτεινός άρχοντας κι η ανάσα του πάγωσε το τσουρουφλισμένο σώμα του μικρού σύννεφου...
Στόχοι μικρό μου, είναι ψυχές. Εκείνες που είναι ταγμένες στην ελευθερία και στο φώς... Στόχοι είναι παιδιά που αξιώνουν τη ζωή... Στόχοι είναι σκέψεις επαναστάτριες που αντιστέκονται... Στόχοι είναι όλοι εκείνοι που πιστεύουν κι αγαπούν.
Αρκετά όμως, πες μου κατά που πήγε ο σιδερένιος άγγελος, πρέπει τις ψυχές που θα μακελέψει να βιαστώ να συνάξω...
Το συννεφάκι σκέφτηκε μια στιγμή... Τότε, μια αχτίδα από φώς μπήκε εκείνη τη στιγμή στο άμαθο κι αγνό μυαλουδάκι του. Είδε...
Είδε μες στο μυαλό του το διάβα του σιδερένιου άγγελο...Είδε κόκκινο πολύ, φλόγες, κόκκινο... Είδε ουρλιαχτά και φόβο..., είδε ταπείνωση, είδε και φοβήθηκε, είδε και θύμωσε.
Άλλη μια αχτίδα σκέψης το διαπέρασε. Να βοηθήσω...Ένιωσε το κορμί του να γεμίζει ρεύμα... Ο φόβος του κι η μοναξιά του άδειασαν κι έμειναν στη γωνιά λίγο σαστισμένα που δεν είχαν πια καμμιά ψυχή να τυρρανούν.
Χωρίς να τρέμει πιά, έχοντας φως και ρεύμα, τόνο και πνεύμα, έδειξε με μια μικρή λάμψη το δρόμο στον σκοτεινό άρχοντα.. «Καλή σοδειά Κύριε» είπε, « Θα σου δείξω εγώ» σκέφτηκε...
Και καθώς ο άρχοντας βιαστικός απομακρυνόταν σέρνοντας τ΄άρματα και τη βρωμερή του ανάσα, το συννεφάκι ένιωσε να γεμίζει.
Το φώς το γέμιζε. Οι στάλες συνωστίζονταν στο σώμα του. Το χρώμα του άσπρο λαμπρό, γκρίζο θυμωμένο, έπλεκε τις στάλες με συνοχή, με δύναμη. Το συννεφάκι μεγάλωνε, γινόταν συννεφιά. Άρχισε να μοιάζει στη μάνα του τη μπόρα. Μέσα του ένιωθε την κληρονομιά του πατέρα του του κεραυνού, να βλασταίνει, να θεριεύει...
Αντάριασε νοιώθοντας τούτη τη δύναμη που ξυπνούσε μέσα του βγαλμένη από το φως και βγήκε από τη γωνίτσα που δεν το χωρούσε πια.
Προχώρησε λίγο διστακτικά στην αρχή... γνωρίζοντας την καινούργια του φύση. Την ένιωσε, την καλωσόρισε... Και τότε... οι στόχοι...
Οι στόχοι το στοίχιωσαν, το θύμωσαν, το έβαψαν γκρίζο βαθύ δυνατό θυμωμένο. Ένας μικρός κεραυνός του ξέφυγε με ένα μουγκρητό, και πήγε να κάνει παρέα σε μια σκέψη. Τον σιδερένιο άγγελο να σταματήσω. Όχι παιδιά, όχι ψυχές, όχι σκέψεις αγνές... Πρέπει να βιαστώ, να προλάβω, το κακό να σταματήσω.
Άπλωσε το κορμί του θεριεμένο πια, κι ένας αλήτης καλόψυχος βοριάς που έψαχνε κι αυτός να διαλύσει την καταχνιά, το πήρε μαζί του... «έλα...δεν θα πολεμήσεις μόνο σου τούτο το κακό. Εγώ είμαι παλιός και ξέρω από αυτά, τα έχω ξαναζήσει. Έλα και θα σε βοηθήσω...
Ξεκίνησε λοιπόν το συννεφάκι παρέα με τον αλήτη το βοριά, και το μυαλό του γεμάτο ερωτήσεις, που γίνονταν μικροί κεραυνοί καθώς προχωρούσαν. Πήραν το κατόπι του σιδερένιου άγγελου και του άρχοντα του σκοτεινού που διαφέντευε την καταχνιά.
Καθώς διαβαίναν, το συννεφάκι ρωτούσε συνεχώς τον άνεμο τα τι, τα πως, και τα γιατί. Κάθε απάντηση, κάθε μικρή αχτίδα γνώσης που έμπαινε μέσα του το θέριευαν, κι ο άνεμος φυσούσε όλο και πιο δυνατά για να το σπρώχνει, και του ψιθύριζε συνάμα τις απαντήσεις που έψαχνε.
Καθώς προχωρούσαν, ένας άλλος άνεμος μικρούλης, φοβισμένος ξέπνοος, πέρασε δίπλα τους. Η λιγοστή ανάσα του τους έκαψε τα ρουθούνια με την αποφορά της καταχνιάς που κουβαλούσε. Τούς χαιρέτησε θροΐζοντας και βιαστικός κρύφτηκε σε μια μπόρα μήπως και ξεπλυθεί από την βρωμιά.
«Φτάνουμε...», είπε ο αλήτης ο βοριάς, «ετοιμάσου. Σταμάτα να ρωτάς και ξεδιπλώσου, Έλα κι εγώ σε βοηθάω». Έτσι είπε και φύσηξε δυνατά πολύ το σύννεφο ανακατεύοντάς το.
Το συννεφάκι ρίγησε, αναδιπλώθηκε, μεγάλωσε. Όλη η γνώση που του έδωσε ο βοριάς στο δρόμο, γίνηκε ρεύμα και καθώς πλησίαζε την καταχνιά και τον θάνατο, οι κεραυνοί του πήραν δύναμη απ΄ την αγάπη που φυσούσε μέσα του μαζί με τον βοριά.
Το τεράστιο πια σώμα του, με το βαθύ γκρίζο θυμωμένο χρώμα έκρυψε τη μέρα, σκέπασε τον ήλιο, καθώς αντίκρισε την καταχνιά. Ο σύντροφός του ο βοριάς, θυμωμένος κι αυτός, παρέσυρε τα πάντα με το μανιασμένο φύσημά του.
Το συννεφάκι δεν κρατήθηκε άλλο... Τα κομμάτια του πυκνά, δυναμωμένα, χτυπούσαν το ένα στο άλλο και οι κεραυνοί του πήραν να κυνηγούν τον σιδερένιο άγγελο και τον σκοτεινό άρχοντα.
Αυτό είναι. Μπράβο μικρό, δώς τους να καταλάβουν, του φώναξε ο άνεμος και το φύσηξε ακόμη πιό δυνατά.
Την ίδια στιγμή, χοντρές στάλες ξέφυγαν απ΄το κορμί του και ρίχτηκαν με λαχτάρα και μανία πάνω στην καταχνιά και στη φωτιά για να τις διαλύσουν, να τις εξαφανίσουν από το πρόσωπο του κόσμου.
΄Όσο έβρεχε και άστραφτε το συννεφάκι, τόσο πιό δυνατό και μεγάλο γινόταν, τόσο πιό πολλές στάλες γεννιόταν μέσα του, καθώς η ομορφιά της ψυχής του έλαμπε και αναδιπλωνόταν.
Νά΄ταν από μεριά η μπόρα και ο κεραυνός, πόσο θα καμάρωναν για το παιδί τους, που πολεμούσε και κατάστρεφε μονάχο του τόσο μεγάλο κακό, και με τόση χάρη!...
Μέρες πολλές πέρασαν και νύχτιές βιαστικές, δεν ξέρω πόσες να σας πώ... Το συννεφάκι κι ο βοριάς, μαζί, χέρι χέρι, διάλυσαν την καταχνιά, έπνιξαν κι έκαψαν τον σιδερένιο άγγελο και τον θανατερό άρχοντα φοβίσαν κι έδιωξαν.
Κάποτε, όταν πιά είχαν σιγουρευτεί ότι το κακό είχε χαθεί από τον κόσμο το γνωστό, καλμάρισαν. Ο άνεμος φύσηξε τρυφερά και παιχνιδιάρικα το συννεφάκι κι εκείνο ησυχάζοντας και χαμογελώντας του, τίναξε τις τελευταίες βαριές στάλες από το κορμί του που έλαμπε από χαρά.
«Μπράβο μικρό... Μπράβο. Καλά τα κατάφερες. Καλά σε είδα εγώ ότι είσαι άξιο για σπουδαία και μεγάλα έργα. Μπράβο».
Το συννεφάκι τρεμούλιασε μ΄ευχαρίστηση στο δροσερό άγγιγμα του αέρα και είπε «Σ΄ευχαριστώ κυρ΄άνεμε, σ΄ευχαριστώ που ήσουν μαζί μου όλο τούτο τον καιρό. Σ΄ευχαριστώ για όλα. Άν δεν ήσουν εσύ δεν θα κατάφερνα τίποτα.»
Καθώς ευχαριστούσε τον αλήτη το βοριά μια αχτίδα από φως το γαργάλησε χαμογελώντας και του είπε «Αρκετά έπαιξες με τον άνεμο μικρό... Έλα μαζί μου τώρα στο δρόμο του άρχοντά μου του Ήλιου, να γνωρίσεις και τις ομορφιές αυτού του κόσμου. Τώρα που κατάφερες και έδιωξες την καταχνιά, μπορείς να δεις τα πάντα φωτεινά όπως η φύση τά΄ χει πλασμένα, όμορφα και καθαρά. Αυτό το ταξίδι σου αξίζει».
Το συννεφάκι χαμογέλασε ταπεινά, βάφτηκε ρόδινο από την ηλιαχτίδα και κοίταξε προς τον βοριά. «Άντε μικρό, τί κάθεσαι; Φύγε, στο κατόπι του Ήλιου μόνο θαύματα θα συναντήσεις. Μη νοιάζεσαι για μένα, θα ξεκουραστώ για λίγο και πάλι θα σε συναντήσω σε κάποια γωνιά του ουρανού. Πήγαινε λοιπόν τι περιμένεις ; ΄Αν αργήσεις, το μονοπάτι της ηλιαχτίδας θα χαθεί στη δύση και θ΄ απομείνεις πάλι μόνο σου.
Το συννεφάκι χαιρέτησε με μια μικρή υπόκλιση τον άνεμο κι έτσι μικρούλι που ήταν και πάλι, σκαρφάλωσε στη ράχη της ηλιαχτίδας που το περίμενε βιαστική. Ένα βρόχινο δάκρυ χαράς μαζί με ένα ζεστό χαμόγελο αποχαιρετισμού αγγάλιασαν τον άνεμο καθώς το συννεφάκι και η ηλιαχτίδα ξεμάκριναν και έστριψαν σε μια γωνιά του ουρανού, κινώντας να γνωρίσουν τις ομορφιές και τα θαύματα του κόσμου που περίμεναν στο δρόμο του Ήλιου.
Τ Ε Λ Ο Σ
Χριστίνα Σαββατιανού, από τον καιρό ενός πολέμου... πάντα με ενοχλούσαν οι πόλεμοι...
Καλα λενε πως η καταστροφη γεννα την εμπνευση! Πανεμορφο!
ΑπάντησηΔιαγραφή