Εμφανιζόμενη ανάρτηση
Η Αλεξάνδρα το παληκάρι
Απρίλης του 48 ή εκεί γύρω κάπου, ήταν και η Αλεξάνδρα μικρό κοριτσι τότε έπαιρνε στο κατόπι τα μπουλούκια των τσιγγάνων που πέρναγαν ...
23 Φεβ 2007
(οι λέξεις του Μάνου)
Λαγνεία
Είσαι φτιαγμένος για έρωτα, έτσι λένε, χέρια ποθούν να σε αγγίξουν, μάτια λιώνουν να σε κοιτούν, ξυπνάς πάθη και μυστικά ανείπωτα... σε θέλουν, κάνεις καλό κρεβάτι, ξέρεις κόλπα πολλά... έτσι λένε οι κυρίες των σαλονιών... πληρώνουν...
Είναι φτιαγμένη για υποταγή, να υπηρετεί αλήτικους πόθους σου... όμορφη, νέα, σε φτιάχνει, τη σιχαίνεσαι, τη λατρεύεις... πληρώνεις...
Είσαστε δουλικά σε κορμιών ηδονές, σε χωματινους δρομους, χωρίς να νιώθετε χωρίς να γεύεστε χωρίς να ζείτε, περισσότερο από λίγα λεπτά...
Είναι φτιαγμένοι να ξυπνούν μονάχοι το πρωί.....
Αλαζονεία
Υφος υπεροχής, στυλ προσεγμένο, δεν εκτίθεται, δεν αντιδρά, μάσκα ψυχρή το πρόσωπό της, δείχνει τη.... θέση της... Του ριξε μια ματιά όλο περιφρόνηση, αλήτης ήταν πάντα, (μισούσε την ξιπασιά της, λάτρευε το γέλιο της...)
Αφεντικό είσαι ότι πεις, δούλος σου είμαι, δεν τολμώ να θέλω...
Βολεύτηκε κι ας τον προσβάλλει...
Ημιμαθής τρελλή, η δύναμή της, η πλάνη της... Είναι σπουδαία... φτύνει τη ζωή για να το αποδείξει... 'Οταν πάψει να διατάζει, ποια θα είναι;....
Φθόνος
Πήρε πτυχίο γρήγορα, έμαθε τόσα κι άλλα τόσα, όσα κανείς... ο νους γόνιμος, η σκέψη θαρετή, αυθαιρετεί, πρωτοτυπεί, αμφισβητεί, αναιρεί, μπορεί, και πράτει... μένει μόνος, γραφικός, και μόνος... Σκοτώστε τον κινδυνεύουμε.....
Λαιμαργία
Υποδουλώνεις το σώμα με κάθε σου σκέψη... κι ότι δεν μπορείς, το τρως, χωρίς να μασάς, χωρίς να φτύνεις χωρίς να αποβάλλεις, απλά το τρως... και φουσκώνεις, φουσκώνεις, καμαρώνεις... βρήκες ταμπέλα; βρήκες κανάλι; βρήκες ησυχασμό; έλα φάε μια μπουκιά ακόμη... βάλε στην άκρη και για αύριο, για μεθαύριο, για πάντα... Θέλεις κι άλλο τα θέλεις όλα....
Οκνηρία
Βολική η πολυθρόνα, μαλακή, και το μαόνι, ακριβό, κι η γλάστρα με το φίκο φρέκσια... το τηλέφωνο χτυπά επίμονα, Μαρία, είμαι απασχολημένος δεν είμαι εδώ για κανέναν, και συνεχίζει το σταυρόλεξο... Ουστ ρεμάλι... ετερόφωτε, γονυπετή πολυθρονάκια... ουστ... βρωμίζεις την εικόνα μου... απλά δεν είσαι....
Απληστία
Κοιταξε γύρω καχύποπτα, τα κλειδιά σφιγμένα στο κορδόνι μέσα απ το πουκάμισο, θέλω κι άλλο, θέλω κι άλλα, όλα δικά μου ναι... πίσω τρια τέσσερα κουφάρια εκείνων που βρέθηκαν στο δρόμο του... μπροστά υποψήφια θύματα, όλα δικά μου και τα δικά σας... ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ και ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ... αναπολεί στο κελί του χρόνια μετά... το κλειδί ακόμη σφιγμένο κάτω απ τη βρώμικη φανέλα...
Οργή
Σηκώνεις το χέρι διστακτικά την πρώτη φορά, θα πονέσει... η βελόνα αργά χώνεται στη φλέβα, δεν πονάει, το υγρό μαλάσσει τη σκέψη, ο φόβος φεύγει, ναι θα τους δείξω... είμαι αλλιώς... ποια είναι αυτή που κλαίει πάνω μου; Θύμωσα μα ξεχνάω... τότε που έβαζα γκαζάκια ζούσα... σκοτώνω, σκοτώνομαι, θυμώνω μα ξεχνάω... ήταν ζεστά εκεί... εδώ σκοτάδι... μόνο σκοτάδι κι ενα υγρό πηχτό ζεστό, σαν αίμα....
Αδιακρισία
Ο ταχυδρόμος ξέχασε να αφήσει το γράμμα, μύριζε ωραία, το πήρε για κείνον, για κείνον ήταν σκέφτηκε, τέτοια μυρωδιά για κείνον μόνο... κι εσύ αναρρωτιέσαι, που είναι;
Ιδιοτέλεια
Περπατάς σκυφτός, σαν να χεις χάσει κάτι, δεν κοιτάς στα μάτια ποτέ, θα σε διαβάσουν, όχι δεν πρέπει, να φυλαχτείς μονάχα, μη σε πάρουν πρέφα...
Καλό παιδί λένε, πάντα πρόθυμος!
Κι εσύ βδέλλα ύπουλη, το αίμα τους λιμπίζεσαι, και κολλάς μέχρι να μαλακώσει το δέρμα, μέχρι να ανοίξει η πληγή...
Υπεροψία
Φασαρία πολλή κάνουν, χωρίς ήχο χωρίς λέξεις, χρώματα χίλια, χρυσό κι ασήμι, ένα διαμάντι φόρεσαν στο πέτο κι ένα στο δάχτυλο... είναι σπουδαίοι δοξάστε τους... ποιοι είναι; Διαβασμένοι πολύ, φιλότεχνοι, σικ, σαλονάτοι, με φερράρι, με βίλα... Τάβλι ξέρουν; Τάβλι; - Μονο μπριτζ!!!
Αναμασούν έτοιμη σοφία, και φτύνουν λάγνα, κόπους κι ιδέες κείνων που παλέψαν με θεριά για να τις βρουν... κοιτούν φιλάρεσκα ενα γύρο, και σου χαμογελούν συγκαταβατικά... κύριος και κυρία τάδε... χά!
Χριστίνα Σαββατιανού / 24-02-2007
http://paraxenies.blogspot.com/2007/02/blog-post_21.html
Labels:
μπλογκοπαίχνιδα,
τα δικά μου,
poetry,
writting
22 Φεβ 2007
ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ (λέξεις του shades in the dark)
χαμένα χρόνια, κόρη, νυχτολούλουδα, μοναξιά, δάκρυ
Στα χρόνια της κατοχής, πέρναγε δύσκολα η οικογένεια του Σωτήρη... όλοι δύσκολα περνάγαν τότε... Στο χωριό όπως και στα γύρω χωριά είχαν σκορπιστεί Ιταλιάνοι στρατιώτες και εγκαταστάθηκαν στα καλύτερα σπίτια... Επίταξη το λέγαν εκείνοι, σκλαβιά το λέγαν οι χωρικοί...
Ο Σωτήρης τότε ήταν άρχοντας, είχε μεγάλη περιουσία, χωράφια πολλά, ένα τσουβάλι λίρες κρυμμένο στο κατώι... τρία σπίτια δίπατα... με κήπο, με αυλή, με μποστάνι... Κι άυτός καλομεγαλωμένος... γραμματισμένος και περήφανος άνθρωπος, με μια παιδεία που θα τη ζηλεύαν όλοι οι λόγιοι και οι σπουδαίοι της εποχής μας...
Και δουλευε, δούλευε πολύ, όχι που ήταν πλούσιος να βάνει άλλους να δουλεύουν το βιός του... Αγαπούσε τη γη, την πόναγε, και θαρρούσε πως μόνο αυτός ήξερε να της φερθεί καλά, να την ευχαριστεί για όσα του δινε κάθε χρονιά.... κι έτσι εκτός από δυο ξαδέλφους που δουλεύανε μαζί του γιατί είχανε μοιράδι στη γη, δεν ήθελε άλλους... Για να βοηθήσει όσους δεν είχαν έκανε άλλα πράγματα, χάριζε απ το βιός του, στη γη του όμως, τα δικά του χέρια μόνο ακουμπούσαν, σαν να ταν η ερωμένη του...
Είχε και έξι παιδιά τρία απ την πρώτη κυρά που αδικοχάθηκε από το χτικιό και άλλα τρία απ την Φιλία... Γερή γυναίκα η Φιλία... έκανε γερά παιδιά, και παρ ότι τα κορίτσια τότε δεν μαθαίναν πολλά γράμματα, ήξερε να διαβάζει να γράφει, να κάνει λογαριασμούς... Βλέπεις ο παπά Γιώργης ο πατέρας της μαθαινε γράμματα σε όλα τα παιδιά του χωριού, και στα κορίτσια... Και μετά που άρχισε ο πόλεμος, πάλι τα μάζευε τα διαόλια ο παππάς και τους μαθαινε γράμματα στο ιερό μέσα... Γράμματα όχι προσευχές τους μάθαινε ο παππάς...
Δίκαιος άνθρωπος ο παππα Γιώργης, δίκαια μεγάλωσε και τη Φιλία, δίκαια φερόταν κι εκείνη στα παιδιά της και σε κείνα που βρήκε και σε κείνα που φτιαξε, κανένα τους ποτέ δεν ένοιωσε παιδί άλλης μάνας... και τώρα στα μεγάλα τους κι αυτά, έχουν να το λένε, "η Φιλία δυο φορές μάνα μας στάθηκε"...
Στη κατοχή, στο σπίτι τους είχαν τον Τζιάκομμο, έναν συμπαθητικό πιτσιρικά Ιταλιάνο στρατιώτη, που μάλλον κρύφτηκε εκεί να αποφύγει τον πόλεμο, με ένα δήθεν τραύμα που όλο σκάλιζε και μάτωνε, παρά το είχε επιτάξει... Η Αλεξάνδρα είχε μάθει κι Ιταλιάνικα απ τον Τζιάκομμο... τα άλλα αδέλφια ντουβάρια δεν αγαπούσαν τα γράμματα όσο κι αν τα ξόρκιζε ο παππούς... Ο Τζιάκομμο έμεινε πολύ στο σπίτι, για τα μικρά έγινε σχεδόν πατέρας όταν ο Σωτήρης είχε πάει να πολεμήσει ανατολικά... και ο Γιάννης ο μεγάλος αδελφός ήταν κι αυτός στο στρατό χαμένος κάπου...
Είχε να το λέει κι η Φιλία, "αν ήταν όλοι οι οχτροί σαν τον Τζιάκο μας, δεν θα γινόταν πόλεμος ποτέ ξανά στον κόσμο"... Και στα χωράφια δούλεψε ο Τζιάκος... και με τα ζώα πήγαινε, και παιχνίδια έπαιζε με τα παιδιά, και στη λειτουργιά βοηθούσε τον παππα Γιώργη μουρμουρίζοντας... καλίφωνος ήταν κι ας μήν ήξερε τα λόγια απ το προσευχητάρι...
Οσο έλειπε ο Σωτήρης, οι Γερμαναράδες κι οι Ιταλοί είχαν δημεύσει τις περιουσίες και άφηναν μια χουφτα μπομπότα σε κάθε σπίτι, για να μην πεθάνουν τα παιδιά τα φρόντιζε ο παππα Γιώργης, ακόμη και κείνοι οι οχτροί, στην Εκκλησιά δίναν κατι παραπάνω, κι ετσι μάζωνε ο Γιώργης καμμια πενηνταριά πιτσιρίκια δικά και ξένα, και τα βαζε να μαζεύουν χόρτα κι αγριάδες, για το πλαστό, και τη χορτόπιτα...
Ότι έκανε ο καθένας για να γίνει το φαγητό, τόσο κι έτρωγε, η Βαγγελή η πιο μικρή και τεμπελίτσα, πάντα μια δαχτυλιά στην πίτα έβαζε, κι ο παππάς δαίκαιος, τη δαχτυλιά της έκοβε ένα γύρο και της έδινε την τρύπα με ενα ποτήρι ξινόγαλο... Δεν τα άφηνε να νηστέψουν το Πάσχα ο παππα Γιώργης, (νηστεύαν κάθε μέρα με αγριόχορτα του αγρου τα έρμα) "φάτε διαόλια φάτε όσο βρίσκετε... ο Θεός δεν θέλει την κοιλιά σας καθαρή μα την καρδιά σας" τους έλεγε να δικαιολογήσει μέσα τους την "αμαρτία" ...
Με τούτα και με κείνα με περίσσεια ανθρωπιάς κι έλλειψη τροφής, τελειωσε ο πόλεμος κι ήρθε ο εμφύλιος... Τα αδέλφια της Φιλίας όλοι αριστεροί, φύγαν στα βουνά αντάρτες, τα παιδιά μεγάλωσαν λίγο, η Αλεξάνδρα καμάρωνε τον Θειό της τον καπετάν Μακεδόνα το παληκάρι, που ήταν στα βουνά, τότε ήταν που και η Φιλία και ο Σωτήρης βρέθηκαν εξορία, τα μικρά μοναχά τους με τον Τζιάκο που χε ξεμείνει στο χωριό, και τον παππα Γιώργη... μόνο τη Βαγγελιώ τη μικρή αφήσαν τη Φιλία να πάρει μαζί της...
Τα τρόφιμα λιγόστεψαν, κάηκαν πολλές φορές τα σπαρτά απ τους φασίστες, κάηκαν τα σπίτια μια και δυο φορές ιδίως εκείνα των κομμουνιστών... ερήμωσε και στοίχιωσε το χωριό, αδελφός μίσαγε τον αδελφό, και τρείς φορές είδε η Αλεξάνδρα μαζικές εκτελέσεις στην πλατεία στο μεσοχώρι... τριάντα άντρες τη φορά... από δεκαπέντε και πάνω...
Τα έξι αδέλφια εκείνη την εποχή μέναν στην εκκλησία μαζί με άλλα καμμια δεκαριά ξαδέλφια τους, παιδιά των αδελφάδων της Φιλίας που είχαν πάρει τα βουνά μαζί με τους άντρες τους... Η Όλγα η μεγάλη, παιδί του καπετάν Μακεδόνα, πέθανε φθυσική στη φυλακή, αλλά η Αλεξάνδρα ήξερε ότι πέθανε απ το ξύλο, ήταν εκεί το είδε, το ίδιο είπαν και για τον Άρη το γιό της Ρήνας της μεγάλης αδελφής αλλά κι αυτός στις φυλακές Τρικάλων πέθανε απ το ξύλο... της είχε αφήσει και γράμμα της Αλεξάνδρας της έλεγε τα όνειρά του όταν θα νικάγαν και θα χαν επιτέλους Δημοκρατία, κι ο λαός θα χε φωνή - τό χει ακόμη το γράμμα, το φυλάει η κόρη της σα θησαυρό - ο Γιώργος ο αδελφός της τη γλίτωσε, αδυναμία της Φιλίας το μονάκριβο αγόρι της, τον δήλωσε φυματικό τονε δασκάλεψε να βήχει και να δαγκάνει τη γλώσσα του να φτύνει αίμα, και τον γλίτωσε κι απ το στρατό κι απ το αντάρτικο... κι έμεινε η Αλεξάνδρα να πολεμάει στο πόδι του... σαν τον πατέρα της παληκάρι... εκείνη αντάρτισσα ο πατέρας της στρατό και εξορία....
Με τη δεύτερη καταδίκη του Σωτήρη σε εξορία, η Αλεξάνδρα έπαθε αδενοπάθεια, λύγισε το δωδεκάχρονο κορίτσι μεσα στο δικαστήριο... μήνες έφτυνε αίμα στο νοσοκομείο, μα πάντα πολεμούσε, κόρη άξια του Σωτήρη που φαγε τους πολέμους με το κουτάλι... γύρισε όλη την ανατολή και το βορρά πολεμώντας... ποτέ δε λύγισε, κι έλεγε στην εγγόνα του χρόνια μετά, ότι πάντα άκουγε την παναγιά να του σιγομιλάει στο πλευρό του την ώρα του κινδύνου....
Πέρασε κι ο αδελφοκτόνος σπαραγμός, τα παιδιά είχαν σκορπίσει, όσα είχαν καταφέρει να γλιτώσουν του θανάτου... Τα μισά στην Αθήνα πια παλεύαν να φτιαξουν τη ζωή τους, να κερδίσουν τα χαμένα χρόνια του πολέμου και του θανατικού, να σιγανέψουν της καρδιάς τους το σπαραγμό για κείνους που χαθήκαν, να ξεβάψουν τα μάτια τους απ το αίμα, κι απ το αδελφοκτόνο μίσος του εμφυλίου...
Τη Βαγγελή την μικρή και τεμπελίτσα τηνε παντρέψανε μάνι μάνι, τι να την κάνουν έτσι ξεροχέρα κι ανεπρόκοπη που ήταν; Της αγόρασε κι η Αλεξάνδρα ένα οικόπεδο και σπίτι απ το μισθό που βγαζε απ τη ραπτική τότε σε μεγαλομοδίστρα της Αθήνας... τηνε προίκισε... Ο Γιώργης ο μεγάλος απ τα τρια που φτιαξε η Φιλία, έμεινε στο χωριό, κακομαθημένος, να τα χει όλα έτοιμα, δεν έκανε τον κόπο να δουλεψει, έτρωγε ότι ειχε σωθεί απ τους πολέμους και έπινε απ το αίμα του Σωτήρη και της Φιλίας, κι όταν κι αυτό άρχισε να στερεύει άρχισε να πίνει απ το αίμα της Αλεξάνδρας που με κάμματο μερονυχτο πρόκοβε στην Αθήνα...
Τα δυο κορίτσια της Βαγγελής τα μεγάλωσε η Αλεξάνδρα μαζί με τη μονάκριβή της κόρη... και τη μεγάλη του Γιώργου την κράτησε κάμποσα χρόνια γιατί έμοιαζε στον πατέρα της κι εκείνος δεν την άντεχε να του τρώει απ τα έτοιμα που τρωγε κι αυτός... Κι άλλα παιδιά περάσαν απ το σπίτι της Αλεξάνδρας ανήψια ένα σωρό, θαρρείς κι είχε πάρει τη θέση του παππού της του παππα Γιώργη και τάϊζε καμμια τριανταριά διαβόλια κι αυτή, χωρίς να εχει πόλεμο χωρίς να έχει χρεία....
Τα χρόνια περάσαν γρήγορα, κι όλοι μεγαλώσαν, η Φιλία έφυγε, η φτωχή της καρδιά είχε λυγίσει απ τον καιρό της εξορίας και δεν άντεξε, στα 65 της αποφάσισε να ξεκουραστεί... Η Αλεξάνδρα ποτέ δεν τη συγχώρεσε που φυγε, κι η εγγόνα της ένιωσε μοναξιά, γιατί δεν είχε άλλη γιαγιά να ξέρει παραμύθια, και να αγαπάει με την καρδιά χωρίς όρους...
Ο Σωτήρης αφού έφυγε η συντρόφισσά του και κυρά του, άρχισε να μαραζώνει... επτά χρόνια άντεξε χωρίς εκείνη... τον όγδοο έπεσε λύγισε κι αυτός, κι αφέθηκε να σβήσει - ο Γιώργης είπε πως εφυγε από γεράματα για να δικαιολογήσει ότι στα χέρια του πέθανε από ασιτία και από αφροντισιά χωρίς αγάπη κι έννοια, κι ας είχε δώσει αίμα κι ιδρώτα για το αγόρι αυτό...
Ο γιατρός θέλησε να τον μηνύσει για εσκεμένη έλειψη φροντίδας ηλικιωμένου, αλλά δεν τονε άφησε η Αλεξάνδρα... "δεν το καμε επίτηδες ο αδελφός μου γιατρέ, τον αγαπούσε τον πατέρα μας, η νύφη μου δεν τον άφησε, αλλά μην τους τιμωρήσεις, έχει θεό για αυτά... έτσι κι αλλιώς τον πατέρα μου δεν θα μου τον φέρεις πίσω γιατρέ... άστους λοιπόν να ζήσουν με τη συνείδησή τους και με τα κρίματά τους..."
Δέκα χρόνια μετά, ήρθε η σειρά της Αλεξάνδρας... όλους τους είχε τακτοποιήσει, ανήψια μακρανήψια, αδέλφια ξαδέλφια, είχε φτιάξει και το σπίτι για την κόρη της, μπροούσε να ξαποστάσει να πάψει να πολεμάει... έτσι κι έκανε, έσβησε κι αυτή στα εξήντα τρία της, ανυπομονούσε να πάει κοντά στη Φιλία, της είχε λείψει τόσο...
Κι έμεινε η κόρη της τώρα, να υμνεί τα νυχτολούλουδα της ζωής της... τις ρίζες που μοσχοβόλησαν αξίες και διδάγματα στη ζωή της, που της δείξαν με διακριτικά αρώματα από μωρό πως ειναι οι ανθρώποι...
Κάπου κάπου νιώθει μοναξιά, ο κόσμος είναι άγριος, δεν έχει παληκάρια και ανθρώπους που αγαπουν τη γη σαν τον Σωτήρη, ούτε γλυκιές κυράδες που ξέρουν παραμύθια κι αγαπούνε όλα τα παιδιά σαν τη Φιλία, ούτε ήρωες σαν τον καπετάν Μακεδόνα και την κόρη του την Όλγα έχει, ούτε παληκαρόπουλα σαν τον Άρη που παιρναν το αίμα και το μίσος και το κάναν όνειρα... ούτε αντάρτισσες σαν την μάνα της την Αλεξάνδρα έχει... όλοι αυτοί ναι, νυχτολούλουδα γενήκαν στη ζωή της... τα ποτίζει με μυστικό δάκρυ κάποιες βραδιές, και τραγουδάει τις μικρές στιγμές τους, όσες γνωρίζει με κάθε ευκαιρία... Για να μην πάνε χαμένα τα χρόνια που πατάγαν στη γη... για να θυμάται πουθε έρχεται, να μην ξεχνάει που θε να πάει....
Χριστίνα Σαββατινού / 23-02-2007
http://paraxenies.blogspot.com/2007/02/blog-post_21.html
ΕΝΝΙΑ ΜΕΡΕΣ - ΕΝΝΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ (οι λέξεις του κλέαρχου)
άνθρωπος παράθυρο καρδιά χτύπος εννιά
Εννιά μέρες πέρασαν, εννιά στιγμές τόσο σιωπηλές... λες κι ο κόσμος είχε σταματήσει τη στιγμή που σταμάτησε και η καρδιά της να χτυπά... ο κόσμος ξανάρχισε, έμεινε η σιωπή του...
Έτσι απλά σταμάτησε, λύγισε κι αποφάσισε να βάλει τέλος...
Χρόνια πολλά κουβαλούσε μέσα της χίλια μυστικά αυτή η καρδιά... Κάθε της χτύπος κι ένα παράπονο, απ τον αδελφό της το Γιώργο, απ την αδελφή της τη Βαγγελιώ, από τα ανήψια της, τον άντρα της τους φίλου... κάθε χτύπος κι ένα δάκρυ στο υφαντό της ζωής της...
Αν τα μάζευε όλα τα δάκρυα θα χε μια λίμνη τόσο μεγάλη να χωρέσουν τα μισά καράβια του κόσμου... Αν γινόταν να τα ανταλλάξει με χρυσάφι, θα ήταν η πιο πλούσια γυναίκα του κόσμου...
Η Αλέκα όμως, τα κρυβε τα δάκρυα, τη νύχτα στο μαξιλάρι, τα απόθετε βουβά, τις ώρες που περίμενε το κορίτσι της να γυρίσει απ τη βόλτα ξάγρυπνη... και οι χτύποι της καρδιάς της σπαταλιόνταν με κάθε δάκρυ...
Εννιά στιγμές χρειάστηκαν να ανασάνει για να φύγει, εννιά ζωές έχασε και το κορίτσι της στο σταμάτημα της καρδιάς της...
Τι είναι ο άνθρωπος αναρωτήθηκε το κορίτσι; ένα ανοιχτό παράθυρο, και μπαινοβγαινει η ψυχή κατά πως γουστάρει... Τίποτα δεν είναι, Τίποτα κι εγώ...
Τι ήσουν εσύ Αλέκα μου; η φυλακή μου ή η λευτεριά μου;
Εννιά απαντήσεις πήρε το κορίτσι...
Η σπηλιά μου ήσουν που με φύλαγε και με έκρυβε απ τα κακά που με φοβίζαν... μια αγκαλιά στείλε μου πάλι...
Ο δεσμός μου ήσουν ο σιδερένιος που δεν με άφησε να πετάξω κατά πως όριζε η καρδιά μου... δικαιολογίες στην ανημπόρια μου... δεν τόλμησα απλά... κι εγώ όπως κι οι άλλοι....
Η ρίζα μου ήσουν σε σαθρό χώμα μέσα, και όταν χάθηκες βούλιαξα κι εγώ... αναπνέω ακόμα....
Η ελπίδα μου ήσουν, κάθε που η βλακεία μου με φόβιζε, με κοίταγες στα μάτια και ξέχναγα το δάχτυλο και κοίταγα ξανά τα αστέρια... δες λαμπυρίζουν!
Το μυστικό μου ήσουν, εκείνο που λαχταρούσα να μαι αλλά ποτέ πριν δεν κατάλαβα πως ήδη ήμουν... τώρα ξέρω... θυμάμαι...
Η ευχή μου ήσουν, τις ώρες που λυγισμένη από ανόητες σκέψεις ήθελα να φύγω να χαθώ... δεν τόλμώ να είμαι αδύναμη τώρα...
Το πιο αγνό μου χάδι ήσουν, εκείνο που μόνο οι άγγελοι και τα παιδιά απολαμβάνουν... μου λείπεις...
Η μεγαλύτερή μου αγάπη ήσουν, εκείνη που ποτέ απ την καρδιά μου δεν θα χαθεί, κι ας είναι το ποτέ μεγάλη λέξη, κι ας είναι η καρδιά μου μικρή... εσύ χωράς, πάντα....
Καρδιά μου ζεστή - μάνα πολύτιμη... μην ξαναπονέσεις... τα μυστικά σου καλά σφραγισμένα με του τελευταίου χτύπου σου τον ήχο... πονάω....
Μόνο στείλε μια ματιά εδώ στο κορίτσι σου... κι ένα χάδι αέρινο, απ το ανοιχτό παράθυρο... να νιώσω σιγουριά ότι ακόμη κι αν έφυγες είσαι κοντά... Σ'αγαπάω...
Υστερόγραφο¨: πονάει καιρό ο θάνατος μανούλα.... θα γιάνω...
Χριστίνα Σαββατιανού / 23-02-2007
ΓΙΑ ΑΛΛΑ ΗΜΟΥΝ... (οι λέξεις του philos)
δημόσιο, πρόστιμο, καφέ, κίνηση, μουσική.
Τα τελευταία δυο χρόνια ο Δημήτρης δουλεύει στο δημόσιο, έχει μια θέση καλή, αξιοπρεπή, σπουδαία για κάποιους... έναν μισθό μέτριο, αν και με τα πτυχία και τα διδακτορικά του, θα πρεπε να παιρνει τα διπλά... έχει και γραμματέα...
Κάτι όμως τα απογεύματα, λίγο πριν φύγει απ τη δουλειά τον ενοχλεί... Όχι δεν είναι το γραφείο, έχει όμορφη θέα, έξω στο διπλανό δασάκι της πλατείας της Νέας Κηφισιάς...
Ούτε η Τασούλα η ηλικιωμένη συγκάτοικός του στο γραφείο είναι, αυτή η γυναίκα έχει μια γλύκα που του θυμίζει τη συγχωρεμένη τη μάνα του... με τα ξεφτισμένα ξανθά μαλλιά, και τα γυαλάκια της πρεσβειοπίας χαμηλά στη μύτη... έτσι ήταν και η κυρα Μάρθα, αρχόντισσα στο χωριό, κυρά του προέδρου της κοινότητας, έβγαινε στο ξύλινο μπαλκόνι του σπιτιού τους και κένταγε με τα καφετιά γυαλάκια της χαμηλά... χωρίς να χάνει ούτε μια στιγμή από τα τεκταινόμενα της πλατείας απέναντι απ το σπίτι... Η κυρία προέδρου πρέπει να τα ξέρει όλα, έλεγε...
Κάτι άλλο τον ενοχλεί δεν τον χωράνε οι τοίχοι, άλλο ήθελε, κι αλλού βρέθηκε...
Ο Δημήτρης από παιδί αγαπούσε τη μουσική, αγαπούσε την κίνηση... το χορό το τραγούδι, πρώτος από πιτσιρικάς με κοντό παντελονάκι στα πανηγύρια, να χορεύει τσάμικο τόσο λεβέντικα που λίγωνε τις κοπελες κι ας ήταν μια σταλιά...
"Σαν μεγαλώσει ο Δημητρός, θα κάψει τα κορίτσα μας", λέγαν οι γιαγιάδες, και τονε ζηλεύαν οι γέροντες που δεν είχαν ποδια να βαστάνε το χορό σαν τα δικά του...
Ο πατέρας του ο κύριος Σοφοκλής ή ο "κυρ Πρόεδρος" όπως τονε λέγαν, δεν τον άφηνε να πολυχορεύει, ούτε να χαζεύει τους μουσικούς... Αντί για λαγούτο που θελε να μάθει, τον έστελνε στη πόλη να μάθει εγγλέζικα και γερμανικά, και έπειτα να σου τα φροντιστήρια να περάσει σε μια καλή σχολή, να γίνει επιστήμονας να βρει μια καλή θέση στο Δημόσιο... κι ίσως κάποτε τον έβλεπε και πρωθυπουργό... τέτοια ονειρευόταν ο κύριος Σοφοκλής για τον μονάκριβό του...
Έτσι κι έκανε ο Δημήτρης, άκουσε τον πατέρα του, ξέχασε το λαγούτο, το κρυψε σε μια γωνίτσα της καρδιάς του τυλιγμένο με δέρματα και καθαρά πανιά να μη σκονίζεται και αραχνιάζει... και σκίστηκε στο διάβασμα, αρίστευσε, σπουδασε, διδακτορικά χαρτιά πολλά και περγαμηνές, διαπιστευτήρια λαμπρά στα οικονομικά, στην κοινωνιολογία... και κατάφερε χωρίς μέσο και δόντι, να μπει σε μια "καλή θέση" στο δημόσιο... 'Ηταν κι η εποχή πρόσφορη... ήταν και τυχερός...
Ναι δεν τον χωρούσανε οι τοίχοι, ήθελε να ταξιδεύει, κάθε μέρα να του χαμογελάει κι άλλος ουρανός, να παίρνει το αμάξι φορτωμένο με όργανα μικρόφωνα ενισχυτές, και με έναν καφέ στη θήκη δίπλα του να ξημερώνεται σε άλο τόπο κάθε πρωινό...
Δεν τον ένοιαζε να ναι γνωστός, ούτε να βγάζει πολλά, να παίζει λαγούτο ήθελε, να ξαλεγράρει το μυαλό του με τις νότες, να αγκαλιάζουν τα μάτια του χίλια πρόσωπα, να βλέπει κόσμο να μεθάει να χορεύει, να ερωτοτροπεί μεσα στη γύρα του χορού, να αγγίζει τα όνειρά τους μέσα στης μουσικής τη δίνη, να τους τα ομορφαίνει, να τους χαρίζει χαμόγελα και δροσερά φιλιά από κορίτσια ζαλισμένα... τα πανηγύρια αγαπούσε ο Δημήτρης και τη μουσική... να πλανεύει ήθελε με δαύτη... κι ήξερε πως μπορούσε...
Στριμωχνόταν στην καρέκλα του γραφείου, πόναγε το στόμα του που θελε να χαμογελάει συχνά, αλλά δεν μπορούσε, τα στελέχη "πρέπει να ναι σοβαρά"... κι όσο γλυκά και αν του φερόταν η Τασούλα, ο καφές που του φερνε δεν ήταν νόστιμος, είχε αλλιώτικο αέρα μέσα του, εκείνον της κλεισουρας, της πόλης, είχε καυσαέριο, είχε μια ξυνίλα σαν παλιωμένος να ταν κι ας ήταν ολόφρεσκος...
Στριμωχνόταν στη δουλειά του, δεν έκανε για επιστήμονας αυτός, ούτε για "manager" όπως τον ήθελε η θέση του... σκότωνε το μυαλό του να σκέφτεται πως θα έχει έσοδα η υπηρεσία, να κόψουμε πρόστιμα, να βάλουμε φόρους... "σκατά" σκεφτόταν, ποιος τα γαμάει όλα αυτά? κι εκεί λίγο πριν φύγει απ τη δουλειά σουρούπωνε το βλέμμα του....
Την πρώτη μέρα στη δουλειά ήταν χαρούμενος γιατί ο πατέρας του ήταν χαρούμενος...
Τη δεύτερη μέρα ομως κάτι τον ενόχλησε λίγο πριν τελειώσει το ωράριό του... ήταν μια νότα απ τη διπλανή καφετέρια που μπήκε κρυφά απ το παράθυρο που βλεπε στο πάρκο, και του θύμισε που ήθελε να είναι...
Από κείνη τη στιγμή κάθε μέρα ήταν μια τιμωρία, το πρωί που ξεκίναγε για τη δουλειά στριμωγμένος μεσα στο κοστούμι, με άνοστη μουσική στο ραδιόφωνο, μπλοκαρισμένος μια ώρα στην κίνηση στον Κηφισό ένιωθε τα πόδια να βαραίνουν στο γκάζι... 'Εβριζε τη τύχη του, και την επιλογή του... "Το δημόσιο είναι σίγουρο, κι εσύ με τις γνώσεις σου θα διαπρέψεις" του λεγε ο κυριος Σοφοκλής... Ακουσε τον πατέρα σου, ξέρω το καλό σου ποιο είναι.... Κι έφτυνε τον καθρέφτη του που χε ακούσει.... Μερικές φορές έχυνε κι ενα δάκρυ για το χαμένο χρόνο στο διάβασμα, νότες έπρεπε να μαθαίνω κι όχι τις μαλακίες που μαθα, νότες κι όχι το ψέμμα που σερβίρω τώρα... νότες κι όχι πως να εκμεταλλεύομαι με χάρη τον κοσμάκη.... αυτά σκεφτόταν ο Δημήτρης στο δρόμο για τη δουλειά...
Κάθε μέρα και πιο δύσκολη, κάθε μέρα και πιο μαύρη... η ψυχή του αιμοραγούσε πάνω στα χαρτιά με τα υπηρεσιακά σημειώματα, και τα πλάνα οργάνωσης, και ο νούς του έσκαγε με κάθε νουμερο κι υπολογισμό που έκανε, σαν πυροτέχνημα μετά την Ανάσταση... πριν το πανηγύρι...
Προπαραμονή Χριστουγένων του δεύτερου χρονου του στη δουλειά, δεν άντεξε, μισή ώρα πριν φύγει έδιωξε τη Τασούλα και με λάγνα χαρά έφτιαξε ένα τελευταίο χαρτί, προς τον διευθυντή της υπηρεσίας...
"Για προσωπικούς λόγους είμαι αναγκασμένος να υποβάλλω την παραίτησή μου"... Έτσι στεγνά λιγόλογα, έσπασε την αλυσίδα του...
Το άφησε στη γραμματέα του, μπήκε στο αμάξι, και τράβηξε κατά το κέντρο στο μαγαζί με τα όργανα... το βλεπε μήνες τώρα το λαγούτο στη βιτρίνα, λίγωνε η ψυχή του, τις νυχτιές ονειρευόταν πως παιζει με δαύτο, πως μελώνει τον κόσμο, κι ημέρευε η ψυχή του στου ονείρου την άκρη...
Αγόρασε το λαγούτο... γράφτηκε στο ωδείο... πούλησε το αμάξι... βρήκε δουλειά σαν γκαρσόνι σε ένα κοσμικό εστιατόριο για να μπορεί να ζήσει... έκρυψε τα πτυχία που χε κρεμασμένα στον τοίχο στο μπαούλο της κυρα Μάρθας που χε πάρει μαζί του απ το χωριό, μην τονε ζορίζουν μην τον πνιγουν τα προγράμματα κι οι αριθμοί, και ξέχασε να τηλεφωνήσει στον κύριο Σοφοκλή...
Τώρα, τρία χρόνια μετά, τίποτα δεν τον ενοχλεί... κάθε πρωινό τον καλημερίζει κι άλλος τόπος κι είναι ευτυχισμένος.....
Χριστίνα Σαββατιανού / 22-02-2007
http://paraxenies.blogspot.com/2007/02/blog-post_21.html
ΚΡΙΜΑ, ΚΡΙΜΑ.... (λέξεις από τον τυχάρσπαστο)
Γιασεμί, θάνατος, θαύμα, κύκνος, "ερωτοφοτόσχιστος"
Τρεις μήνες πριν, το Κατερινιώ χτένιζε τα μακριά ξανθά μαλλιά έξω στην αυλή, πλάϊ στο πηγάδι, ανάμεσα στις φορτωμένες λεμονιές, και το μεγάλο πεύκο...
Είκοσι χρονών τότε το Κατερινιώ, όλη η Λευκάδα την καμάρωνε... Η πιο όμορφη κι άξια κοπέλλα που βγαλε το νησί τα τελευταία χρόνια, και πράγματι, μάτια ελαφίνας, κορμοστασιά κυπαρισσιού, μαλλιά που θύμιζαν σταροχώραφο ψημένο στου καλοκαιριού τον ήλιο... Τα χείλη της, βύσσινα νιούτσικα από κείνα τα ξερικά που φτιάχνουν τη "λιγούρα" τη γλυκόπιοτη... Χέρια λεπτά φτιαγμένα να υφαίνουν να κεντούν όνειρα πάνω σε καμβάδες μέσα σε ψυχές, να χαράζουν στιγμές λάγνες, γεμάτες πόθους στις σκέψεις των αγοριών.... Ψηλόλαιμη ίδια με ώριμο κύκνο, να της στολίζεις το λαιμό με άστρα και γιασεμιά, με πέρλες και κοχύλια... να τον κεντάς με φιλιά, να γινεται η ματιά σου ουρανός και θάλασσα μαζί, γη και αγέρας σαν την κοιτάζεις...
Η Κατερίνα σπούδαζε στην Αθήνα να γίνει φυσικός ήθελε, να διαβάσει τα άστρα, πως ειν φτιαγμένα, να διαβάσει τον άνθρωπο, να τον αποκρυπτογραφήσει... εκεί στου ατόμου τον πυρήνα να χαθεί... - "θα γίνει σπουδαία μια μέρα να μου το θυμηθείς, θα μας κάνει όλους περήφανους, έλεγαν οι γριές στα καλντερίμια, καθώς σκέφτονταν τη νεράϊδα του νησιού... Σπουδάζει και δύσκολα πράματα, επιστήμη τρανή!!! Ναι ναι, θα τηνε πάρουνε στην Αμερική να αλλάξει τον κόσμο... Ετσι καλόψυχη κοπέλα που ναι, θα αλλάξει και τα μυαλά των αφεντάδων με της καρδιάς της τα λουλούδια... Αχ να χαμε δυο τρία τέτοια κορίτσια ακόμη θα ταν ο κόσμος πιο γλυκός... Ελεγαν και καμάρωναν για το κορίτσι τους οι ντόπιοι, χωρίς να ξέρουν πως ζούσε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουν το σαράκι της ψυχής της...
Η Κατερίνα χρόνια τώρα είχε μια στενάχωρη σκέψη, μια θλίψη στα μεγάλα μάτια που όλοι την περναγαν για βαθυστοχασιά και σοβαρότη... Ηταν επτά χρονών τότε που ο πατέρας της έφυγε, και την άφησε, ρίζωσε μέσα της το σαράκι... της ρουφούσε το αίμα τη σκέψη.. φοβόταν, εγώ τον έκανα να φύγει έλεγε και ξανάλεγε στον καθρέφτη, δεν ήμουν καλό κορίτσι, δεν τον άφησα να με χαϊδεύει όταν ήθελε, κι έφυγε...
Η μάνα της του κάκου προσπαθούσε χρόνια τρία να κάνει το κορίτσι να χαμογελάσει... μαράζωνε κι αυτή μαζί με το στερνοπούλι της τη μοναχοκόρη της... τα πέντε αδέλφια της δεν την άφηναν μονάχη στιγμή... Ο Πέτρος την τραβολογούσε σε κάθε γιορτή και πανηγύρι, Ο Σταυράκης την ανέβαζε στο ποδήλατο και τη σεργιάνιζε στα δάση του νησιού, ο Αγγελής έφτιαχνε κούκλες από κουτσουπιά και πευκοβελόνες και της χάριζε εκεί δίπλα στο πηγάδι και όμορφες ζωγραφιές της θάλασσας να της στολίζει τον τοίχο πλάι στο κρεβάτι, και της έπαιζε κουκλοθέατρο... Ο Ζαφείρης πάλι έκανε κωλοτουμπες κι εσπαγε τη μούρη του, όλη την ώρα μπας και η μικρή του πριγκιπέσσα σκάσει χαμόγελο... και ο Διαμαντής την έπιανε σαν κούκλα και χόρευε με τις ώρες μαζί της... Οσο κι αν παλεύαν όμως τα αγόρια και η κυρα Φωτεινή δεν εβαζαν χαμόγελο στα χείλη της Κατερίνας... Τα ρόδινα μάγουλα πάντα ξεφούσκωτα από χαράς ίχνη... τα μάτια της, συννεφιασμένη θάλασσα πριν από μπουρίνι... κι σκέψη στα χέρια του πατέρα που την ψάχναν τις βραδιές κι εκείνη αρνιόταν... εγώ τον έδιωξα, δεν μ' αγαπάει, δεν ήμουν καλό κορίτσι...
Το ριξε στο διάβασμα η Κατερίνα, να μην νιώθει ένοχη που φυγε ο πατέρας, να μην προκάμει να σκέφτεται, άριστη πρώτη στο σχολείο, πρώτη πέρασε στο πανεπιστήμιο... και έφυγε για την Αθήνα... Τα καλοκαίρια μόνο ερχόταν στο νησί, ούτε Χριστούγεννα ούτε Πάσχα...
Τον πρώτο χρόνο δεν είχε σηκώσει μάτι απ τα βιβλία, κι η θλίψη της κράταγε μακριά όποιον ήθελε να την πλησιάσει...
Στα μισά της δεύτερης χρονιάς, γνώρισε μια κοπέλα την Μεταξία, ασχημούλα λίγο, μελαχροινή μαυροτσούκαλο, έμοιαζε μαζεμένη, και μελετηρή, είχε κι εκείνη μια θλίψη στη ματιά, όμοια με της Κατερίνας, άρχισαν να μοιράζονται τη θλίψη τους...
Η Μεταξία, είχε χάσει τη μάνα της δέκα χρόνια πριν, και η νέα γυναίκα του πατέρας της τη μίσησε, τη ζήλεψε μη τύχει και χάσει τη προσοχή του άντρα εξ αιτίας της, την βασάνισε πολύ, την χάραξε την έκαψε την σακάτεψε... Μίσησε κι Μεταξία τον κόσμο μέσα απ το μίσος εκείνης... μίσησε και τον πατέρα της, και πιο πολύ τον εαυτό της....
Καθώς τα δυο κορίτσια έρχονταν πιο κοντά, η Κατερίνα παρατήρησε ότι στιγμές στιγμές η Μεταξία γέλαγε πολύ, και είχε μια ματιά χαμένη πλανεμένη... ανεξήγητο της φαινόταν και μια μέρα όταν ένιωσε έτοιμη τη ρώτησε...
Η Μεταξία πήγε στον κοιτώνα της και γύρισε με ενα σακκουλάκι... ξεραμένα φύλλα μέσα - "τι είναι αυτό δυόσμος?" ρώτησε η Κατερίνα.... Έσκασε στα γέλια η Μεταξία, "οχι ρε ζώον" χόρτο είναι το κανπνίζουνε... "αααα καπνός δηλαδή" είπε η Κατερίνα.... λιγώθηκε πάλι απ τα γέλια η Μεταξία, και έβγαλε τσιγαρόχαρτο κι εφτιαξε ενα τσιγάρο...
Το μοιράστηκε με την Κατερίνα να της δείξει που κρύβεται το γέλιο, που βρίσκεται της ζωής η χαλαρότητα κι η ξενοιασιά... να της δείξει πως ξέχναγε για λίγες ώρες το μίσος, που έβρισκε αγάπη για τον καθρέφτη της που πάντα την έφτυνε και την αδικούσε....
Η Κατερίνα έχασε το φως της στη δεύτερη ρουφηξιά "κράτα τον καπνό μέσα σου" της είπε η Μεταξία αλλιώς δεν θα σε πιάσει... έβηξε πνίγηκε μα τον κράτησε μέσα της τον καπνό... Ζαλάδα ανείπωτη το κεφάλι βάρυνε κι αρχισε να στοβιλίζει, κι ενα γέλιο ανάβλυσε μεσα απ τη ζαλάδα... χαχάνισε μια στιγμή κι έψαξε ένα γύρο κάτι να δέσει το κεφάλι της που ήθελε να φύγει απ τον λαιμό.... Χαχάνισε ξανά, και σκέφτηκε παράξενο, δεν έχω λόγο να γελώ, μα μου αρέσει, κι αφέθηκε στο χαλαρό γελαστό αίσθημα....
Εκεί κατω απ το δέντρο της πλατείας τα δυο κορίτσια φτιαχτηκαν και γέλαγαν δυο ώρες χωρίς λόγο... έτσι βρήκε η Κατερίνα μια πηγή που έδιωχνε το φόβο και την ενοχή για τον πατέρα, έδιωχνε τα αδιάκριτα χέρια του από πάνω της που ψαχούλευαν τα πόκρυφά της... έδιωχνε τη θλίψη...
Τους πρώτους τρεις μήνες όλα μοιάζαν καλά, καπνιζε ένα τσιγάρο η Κατερίνα και χαλάρωνε, διάβαζε με ακόμη περισσότερο μεράκι και κέφι, δεν έμοιαζε να της κάνει κακό... Δεν φανταζόταν τη συνέχεια... Θυμόταν τις συμβουλές του Παύλου και του Ζαφείρη αλλά μοιάζαν ανόητες, αφού το μόνο που της συνέβαινε ήταν αυτή η χαλαρότητα κι η ευθυμία, ούτε εθισμός ούτε αρρώστια.... Συνέχισε....
Τον τρίτο μήνα μετά από κείνο το πρώτο τσιγάρο, σε ένα πάρτυ που θα ήταν κι ο Αλέξης, της άρεσε ο Αλέξης της Κατερίνας, η Μεταξία ήλθε με κάτι νέο... κάτι χάπια σε σχήμα καρδιάς και ρόμβου... "Μην πιεις ποτό της είπε, θα πάρουμε τούτα... πιο καλά, θα δεις" και της έχωσε στο στόμα δυο χάπια.... και τα ξέπλυνε με γκαζόζα...
Μια δύναμη απόκοσμη γιόμισε μετά από λίγο το κορμί της Κατερίνας, η μουσική την τράβηξε απ το χέρι και χόρευε, χόρευε σαν ξωτικό, και έψαχνε η ματιά της τον Αλέξη... Ο Αλέξης ήταν εκεί, την είδε που τον κοίταζε, κολακεύτηκε που η νεράϊδα τούτη χόρευε μόνο για αυτόν, την πήρε απ το χέρι, την ακολούθησε, τον μάγεψε το κορμί το τριζάτο, κι η ματιά η λάγνα, έγινε ο κόσμος του ερωτοφοτόσχιστος τη στιγμή που η Κατερίνα κόλησε τις κινήσεις της πάνω του... η ψυχή του της δόθηκε το κορμί του την πόθησε, η σκέψη του φυλακίστηκε στις κινήσεις της και στου λαιμού της τη λιγνάδα... Την άγγιξε την μύρισε, χόρεψε μαζί της ώρα... χωρίς να καταλάβει που έβρισκε η νεράϊδα του δύναμη... Κι η Κατερίνα χαμένη στου χαπιού τη δράση, έπλασε όνειρα με τον Αλέξη πρωταγωνιστή, αργότερα κοιμήθηκαν μαζί... δεν θυμόταν καλά τι έκαναν, ήταν η πρώτη της φορά που βρέθηκε με άντρα, αλλά δεν θυμόταν, μόνο μια γλυκειά μυρωδιά θυμόταν σαν το αγιόκλημα της γιαγιάς της που ανέδινε το κορμί του Αλέξη...
Ξύπνησε ζαλισμένη, μουδιασμένη, με εναν ανεπαίσθητο πόνο ανάμεσα στα σκέλια της, δίπλα της ο Αλέξης γυμνός, αχνανάσαινε με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο...
Ηταν τυχερή η Κατερίνα στην πρώτη της φορά, κι αυτό ήταν το θαύμα! ο Αλέξης την αγάπησε δυνατά, έγινε η σκιά της, αλλά του κράτησε ένα μυστικό... ποτέ μπροστά του δεν κάπνισε, ποτέ δεν πήρε χάπι, ποτέ δεν ρούφηξε τη σκόνη που της έφερνε μια φορά τη βδομάδα η Μεταξία... αυτά τα κράταγε για τις ώρες που ο πατέρας της την άγγιζε, τοτε που η σκέψη της σκοτείνιαζε κι η ενοχές κι ο φόβος της αγκριφώναν τη ψυχή...
Τέσσερις μήνες αργότερα σε μια γιορτή πάλι, είχαν πάει οι τρείς τους κι η Μεταξία είχε καλή σκονη μαζί της... Τα κορίτσια πήγαν μια στιγμή να σιαχτούν στην τουαλέτα, και γύρισαν με μύτες κόκκινες και μάτια γυαλένια... με ένα κέφι πρωτόγνωρο. Τότε ήταν που ο Αλέξης κατάλαβε τι έκανε η νεράϊδα του... Στην αρχή θύμωσε, μετά πανικοβλήθηκε, "θα τη χάσω" "αυτή η φίλη αυτό το φίδι μου τη σκοτώνει"κάτι πρέπει να κάνω να τη σώσω"... Την πήρε παράμερα, τη ρώτησε όσο πιο διακριτικά μπορούσε κρατώντας τη σφιχτά στην αγκαλιά του θαρρείς και θα την έσωνε το σφιχταγκάλιασμα.... Η Κατερίνα το αρνήθηκε, τη πρώτη, εκείνος όμως επέμεινε, και του τα είπε, "δεν με πειράζει όμως" με βοηθάει να διαβάζω, και να ξεχνώ όσα θέλω να σβήσω... αλήθεια δεν με πειράζει... δεν είμαι σαν τους άλλους" "ξέρω τι κάνω" και χασκογέλασε....
Το εξάμηνο που ακολούθησε, η Κατερίνα έχασε πέντε μαθήματα, κι ο Αλέξης είχε χάσει τις ελπίδες του να τη βοηθήσει, είχε κι εκείνος τα δικά του... αλλά άντεχε ακόμη ναναι κοντά... είχε ρωτήσει κι εναν γιατρό, αλλά η συμβουλή του δεν βοηθούσε, έπρεπε η ίδια να δει πως καταστρέφεται και να αποφασίσει να προσπαθήσει, και πάλι, η επιτυχία δεν ειναι βέβαιη....
Με θανάσιμη οδύνη έβλεπε ο Αλέξης τη νεράϊδα του να λιώνει... τα μάτια τα λαφίσια είχαν γίνει σταχτιά και όλο πιο γυάλινα... η μύτη έτρεχε, κι όταν δεν είχε σκόνη, πόναγαν τα πλευρά της, μάταια τα τριψίματα και τα μασάζ που της έκανε, και φοβόταν φοβόταν πολύ, έσκουζε στον ύπνο της "όχι μπαμπά, δε θέλω μηηηη" "όχι μπαμπά μη φύγεις, θα είμαι καλό κορίτσι, να δε με νοιάζει να με χαιδεύεις" "όχι μπαμπά"...
Λίγο καιρό μετά την έχασε για τρεις μέρες... ούτε στους κοιτώνες ήταν ούτε στα μαθήματα πήγε το τηλέφωνό της κλειστό... κι η Μεταξία άφαντη κι αυτή... Πανικόβλητος ρώταγε δω κι εκεί, δεν ήθελε να τηλεφωνήσει στο νησί μην ανησυχήσει τους δικούς της... κι έψαχνε στα νοσοκομεία στα τμήματα... παντού...
Μια μέρα στη βιβλιοθήκη της σχολής άκουσε καποιους να χασκογελάνε σιγανά, και να μουρμουρίζουν για την μορφονιά τη Λευκαδίτισσα, και πόσο καλά τον έπαιρνε... αρκούσε να της κουνήσεις το φιξάκι με τη σκόνη και σου κανε κάτι κόλπα! ούτε η καλύτερη πουτάνα δεν τα ξερε....
Επιασε τον έναν απ το λαιμό ο Αλέξης, και τον ανάγκασε να του πει που θα την έβρισκε...
Πήγε μεσάνυχτα στη γκαρσονιέρα στο θησείο... Φοβόταν για αυτό που θα δει... έτρεμε για τη νεράϊδα του... έβριζε τη πουτάνα τη Μεταξία που έμπλεξε τον θησαυρό του... φοβόταν....
Το θέαμα που αντίκρυσε ήταν χειρότερο από κάθε φόβο του... Η νεράϊδα του κειτόταν στην είσοδο του σπιτιού στο υπόγειο... γυμνή, ματωμένη, μελανιασμένη, χαραγμένη, και τρυπημένη στο αριστερό το χέρι με μια μικρή κόκκινη γραμμή να χαράζει το μπράτσο της... Δεν είχε σκεφτεί ότι δεν θα την προλάβαινε... Δεν είχε σκεφτεί ότι κάποιος θα φερόταν με τόση κτηνωδία σε αυτό το λουλούδι που μύριζε πάντα γιασεμί.... Δεν είχε σκεφτεί πως θα χανόταν τόσο μόνιμα η νεράϊδα του...
Την σήκωσε στα χέρια του, ήταν τόσο ελαφριά, τόσο αδύνατη... τόσο λευκή, σαν τα γιασεμιά που αγαπούσε τόσο... Για καλή του τύχη ξέμπλεξε εύκολα απ τις ερωτήσεις της αστυνομίας, που έψαχνε καιρό τη Μεταξία για διακίνηση...
Δυο μέρες μετά με την ιατροδικαστική έκθεση στο χέρι "υπερβολικη δόση ηρωίνης και βάναυση κακοποίηση και βιασμό - δεν ήταν σίγουρο αν πέθανε από τη δόση, ή απ τα χτυπήματα" και το σώμα της Κατερίνας στη νεκροφόρα πίσω του, κίνησε για το νησί της... Η κυρα Φωτεινή είχε λιποθυμήσει όταν άκουσε τα νέα, κι ο Παύλος κι ο Διαμαντής κίνησαν να βρουν να σφάξουν τη Μεταξία που έκλεψε τη ζωή της πριγκιπέσσας τους... δεν πήγαν στην κηδεία... δεν μπορούσαν να τη δούν ξέπνοη, δεν θέλησαν να πιστεψουν ότι δεν θα ξαναντικρύσουν τα εικοσάχρονα λαφίσια μάτια της... μονο δυο μπουκέτα γιασεμιά απ τον κήπο της γιαγιάς άφησαν στον Αλέξη να της τα δώσει από κείνους....
Τα καλντερίμια του νησιού είχαν παγώσει... άφωνες οι γριές κουνούσαν τα κεφάλια παραξενεμένες... "πως είναι δυνατόν το Κατερινιώ να έμπλεξε έτσι;" "αυτό ήταν το καλύτερο κορίτσι του νησιού, προκομένο, μυαλωμένο, άξιο" "Κρίμα, κρίμα η λαφίνα μας..." και βουβά απόθεταν γιασεμιά που της αρέσαν δίπλα στο λιανό άψυχο κορμάκι....
Ο πατέρας της περίμενε παράμερα να φύγουν όλοι απ τον τάφο, και λιγο πριν αρχίσουν να παραχώνουν το παιδί του... άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει.... "τι σου κανα κοριτσάκι μου;" Εγώ φταιω για όλα... εγώ έπρεπε να μαι στη θέση σου αγγελούδι μου...
Την επόμενη το ξημέρωμα τον βρήκαν σκοτωμένο δίπλα στις βάρκες στο λιμάνι....
Χριστίνα Σαββατιανού / 22-02-2007
http://paraxenies.blogspot.com/2007/02/blog-post_21.html
Labels:
μπλογκοπαίχνιδα,
τα δικά μου,
stories,
writting
21 Φεβ 2007
Δώσε μου πέντε λέξεις...
Είναι ένα παιχνίδι, μια παραίνεση που παίζαμε με φίλους... δώσε μου πέντε λέξεις, ότι λέξεις θέλεις, ένα χρώμα έναν ήχο, μια πράξη μια ιδέα, μια κίνηση ένα αντικείμενο, μια σκέψη ένα επίθετο, πέντε λέξεις όποιες ναναι κι ας ειναι κι έξι κι εφτά, αρκεί να μου δώσεις μια ευκαιρία να φτιαξω μια στιγμή με αυτές... να γεμίσω μια χαραμάδα κενή... να φτιάξω μια εμπειρία μέσα απ τις δικές σου λέξεις...
Δώσε μου πέντε λέξεις να παίξω, πέντε λέξεις να ανοίξει ο ορίζοντας της σκέψης της φαντασίας... ξέρεις οι λέξεις αλλάζουν χρώματα αναλόγως ποιος θα τις δώσει... ας δοκιμάσουμε να παίξουμε... δώσε μου πέντε λέξεις να αρχίσω κι αν σου αρέσει πιάνεις σειρά και παίζεις κι εσύ...
Και μια και η ζωή τούτο τον καιρό φτωχή μου μοιάζει, δώσε μου τις λέξεις που επιβάλει η δική σου η μέρα κι η ώρα... έτσι να δω πόσο θα πλησιάσω σε μια δική σου στιγμή ή πόσο θα την κάνω δική μου... κι αν θέλεις ζήτα μου κι εσύ λέξεις... να παίξεις κι εσύ, να ανοίξεις τα μάτια σου μέσα απ τις δικές μου λέξεις... να φτιάξεις μια στιγμή...
για να δούμε θα βρεθεί κανείς να μου δώσει λίγες λέξεις?
Χ.Σ.
για να δούμε ;;; 5x5
- Όταν ήμουν μικρή μου άρεσε ένα μοναχικό παιχνίδι, ιδίως την άνοιξη και το φθινόπωρο, χάζευα με τις ώρες τα σύννεφα κι εβλεπα χιλιάδες σχήματα μέσα τους... έφτιαχνα ολάκερα παραμύθια με τις μορφές αυτές του ουρανού... ζώα χαμένα από καιρό, εικόνες του θεού που μου περιγράφαν οι δασκάλες στο σχολείο, φυτά και πουλιά προιστορικά... άνθρωποι με αλλιοτεμένα πρόσωπα, όλα πρωταγωνιστές στον ουρανό μου.... Ακόμη μου αρέσει αυτό το παιχνίδι... μόνο που βρίσκω δύσκολα ουρανό πια... πολύ τσιμέντο μου τον κρύβει....
- Κάθε εφτά περίπου χρόνια αλλάζω, όλα εκείνα που πίστεψα που αγάπησα που μίσησα περνιούνται από ένα τεράστιο ζωντανό κόσκινο, κι έπειτα απ το μπλέντερ της σκέψης, κι αλλάζω... αλλάζω μορφή, ιδέα, θέση, στάση, κι όμως οι λέξεις μένουν ακόμη εδώ βλέπεις;... τότε στη νιότη ήταν πλάσματα με νύχια και δόντια, πλάσματα που μόλυναν την άγραφη ψυχή μου... τώρα είναι απλά ζωή, ο διπλανός κι ο συγγενής, ο άνθρωπος του καναπέ, πόσο μου μοιάζει...
- Ο παππούς μου πάντοτε μου μίλαγε για τους πολέμους που χε ζήσει, ιστορίες που δεν είχαν αίμα, οι πόλεμοι του Σωτήρη ήταν οι λιγώτερο αιματηροί που έχω δει κι ακούσει στη ζωή μου... Οι πόλεμοι του Σωτήρη που γεννήθηκε το 1898 ήταν γιομάτοι ανθρωπιά, είχαν στρατιώτες που κουβαλούσαν λεξικά μαζί τους, θαρρείς βγαλμένοι από τα χρόνια τα αρχαία, ήταν στρατιώτες που κουβαλούσαν την Παναγιά μαζί τους κι εγώ το κορόιδευα αυτό, αλλά εκείνοι την είχαν εκεί, μαζί με το κομμένο χέρι, μεσα στο ανατιναγμένο παράπηγμα, κι εκείνη με τη γομολάστιχα της αγιότης της έσβηνε το αίμα, κι άφηνε τους ανθρώπους μόνο, με μια αξιοπρέπεια που πολύ μου χει λείψει από τον κόσμο μου σήμερα....
- Στα εννιά μου η Φιλία με έμαθε να ανοίγω φύλλο για πίτες και να φτιάχνω ψωμί, μοσχομύριζε το ζυμάρι με τη μαγιά και μου κανε εντύπωση πόσο ζωντανό φάνταζε, καθώς φούσκωνε μέσα στη ξύλινη σκάφη, κάτω απ τον καλοκαιριάτικο ήλιο.... Σήκωνα κρυφά την καρρώ μπαμπακερή πετσέτα και χάζευα το ανέβασμά του... ζωντανό είναι το ψωμί γιαγιά ε; Ζωντανό είναι Χριστίνα μου για αυτό θέλει δουλειά, μου λεγε η Φιλία, και δώστου να χτυπάει το ζυμάρι, κι εγώ μαζί της στη μια γωνιά της ξύλινης σκάφης να παλεύω με τη ζωντάνια του... κι έπειτα στο φούρνο να ζαλίζεται το καλοκαίρι απ τη μυρωδιά της ζωής του.... Ακόμη φτιάχνω ψωμί, αλλά το αλεύρι πια μοιάζει μισοπεθαμένο...
- Πριν τρία χρόνια έφυγε η μάνα μου... και για άλλη μια φορά αλλαξα, έφτυσα πίσω μου όλα εκείνα που είχαν φανεί σημαντικά, πόσα ηλίθια δάκρυα για ανόητους λόγους! πόσες ανησυχίες για ανύπαρκτες αιτίες, μοιάζει αστείο αν δεις για τι λυπάται ο άνθρωπος... το μόνο που αξίζει είναι το τώρα είναι η ζωή που έχεις, όχι το πριν όχι το μετά, τα συναισθήματα είναι επιλογές, τα αισθήματα είναι δεσμά επιλεγμένα κι αυτά... ότι υπάρχει είναι η στιγμή... όλα τα άλλα είναι θλιβερές επιλογές για να γεμίζουμε τη δίψα της σκέψης, τη μοναξιά του εγωισμού και την ανημπόρια της βολής μας... έτσι άλλαξα και έφτυσα το πριν και το μετά... Μου λείπεις μαμά.... κι ο κόσμος δε με σηκώνει... ή εγώ δεν τον αντέχω...
Χριστίνα Σαββατιανού.... 20-02-2007
για το 5x5 (όσοι από σας δείτε το ψευδώνυμό σας σε τούτο το ποστ, γράψτε 5 πράγματα για σας που θεωρείτε ότι αξίζει να μάθει κανείς... και προσκαλέστε άλλους πέντε φίλους σας που θέλετε να κάνουν το ίδιο... αν κατάλαβα καλά έτσι παιζεται το παιχνίδι των μπλογκς και μου φαίνεται όμορφο) το ξεκίνημα του παιχνιδιού εδώ
anastasia - perakis - shades in the dark - philos - τυχαρπαστος
20 Φεβ 2007
Για τον Κοσμά.....
Δίνω της μέρας μου το χρώμα,
χαρίζω της νυχτιάς μου την πνοή,
πουλώ του ονειρου μου το γιόμα,
και της καρδιάς των χτύπων την πηγή
Να ναι ζωή στης μέρας σου τις ώρες
Να γίνει ανάσα στης καρδιάς σου το ρυθμό
να γίνει ελπίδα στου παιδιού σου εκεί τη σκέψη
να γίνει δύναμη στου χρόνου τη ροή
Να σαι μαζί μας για πολλά χρόνια Κοσμά...
θα ναι ο κόσμος μας πιο πλούσιος... γελαστός....
Χριστίνα Σαββατιανού
χαρίζω της νυχτιάς μου την πνοή,
πουλώ του ονειρου μου το γιόμα,
και της καρδιάς των χτύπων την πηγή
Να ναι ζωή στης μέρας σου τις ώρες
Να γίνει ανάσα στης καρδιάς σου το ρυθμό
να γίνει ελπίδα στου παιδιού σου εκεί τη σκέψη
να γίνει δύναμη στου χρόνου τη ροή
Να σαι μαζί μας για πολλά χρόνια Κοσμά...
θα ναι ο κόσμος μας πιο πλούσιος... γελαστός....
Χριστίνα Σαββατιανού
19 Φεβ 2007
ΑΓΑΠΩ ΜΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
ΑΓΑΠΩ ΜΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
Αγαπώ μια πεταλούδα.
Μια μέρα δική μου μονάχα θα την έχω
Τη νύχτα θα χαθεί.
Μια πεταλούδα κίτρινη αγαπώ.
Φτερά φορτωμένα χαμόγελα παιδιάτικα.
Φτερά πλεγμένα με ηλιαχτίδες.
Φτερά που μόνο αυτή τη μια τη μέρα θα χαρώ.
Αγαπώ μια πεταλούδα,
μια πεταλούδα κόκκινη.
Κυοφορεί το πάθος του έρωτά μου η πεταλούδα μου.
Κυοφορεί τη λαχτάρα των ονείρων μου.
Κυοφορεί του πόθου μου την ορμή.
Κυοφορεί τη ρόδινη όψη της ζωής μου.
Κι όλα τούτα τη νύχτα της μιας της μέρας, θα τα πάρει μαζί της,
Θα τα κρύψει στο κουκούλι της καινούριας της ζωής.
Κι όλα τούτα μια νύχτα μονάχα τη γεύση τους θα νιώσω.
Μια πεταλούδα μπλε αγαπώ.
Ζωγραφισμένη με την οργή του πρόσκαιρου.
Ζωγραφισμένη με τη δύναμη του αδύνατου.
Ζωγραφισμένη με την ορμή των χυμών μου.
Ζωγραφισμένη με τον ουρανό της ψυχής.
Την νύχτα το σκοτάδι, τη ζωγραφιά της θα κρύψει.
Το άλλο πρωινό δε θα την ξαναβρώ.
Αγαπώ μια πεταλούδα ροζ.
Παιδιακίσια μάτια κι όνειρα τα φτερά της.
Παιδιακίσια άγνοια η μέρα του κόσμου της.
Παιδιακίσια παιχνιδίσματα το πέταγμά της.
Παιδιακίσια αφέλεια η ανάσα της.
Η νύχτα κι η ωρίμανση, σκουλήκι θα την κάνουν
Την πεταλούδα μου δε θα αντικρίσω ξανά..
Κι όμως αυτό που θάνατο μηνάει σε μένα, η νύχτα της,
Ζωή καινούρια με προοπτική είναι για κείνη,
από της φύσης τα μυστικά βγαλμένη.
Μια πεταλούδα πράσινη αγαπώ.
Ελπίδες βαμμένη η σκέψη της, ελπίδες για χαρές.
Ελπίδες φορτωμένα τα φτερά της το πέταγμα φρενάρουν.
Ελπίδες κρυμμένες στον κόρφο της χάνουν χρόνο από τη μια της μέρα.
Ελπίδες θυμάται ο νους μου στο πέταγμά της.
Κι όμως η νύχτα την ελπίδα θα την κρύψει σε κουκούλι μυστικό
Κι η πεταλούδα μου ελπίδα δεν θα μου δίνει πια.
Αγαπώ μια πεταλούδα λευκή.
Αγνάδα γιομάτα τα μάτια μου σαν των παιδιών
Αγνάδα στη σκέψη έρχεται μια μέρα μονάχα, ξεχνώ.
Αγνάδα γιομίζει το κορμί, θυσία να γενεί στου έρωτα την άκρη.
Αγνάδα φορτώνεται η μέρα κείνη η μοναχή,
Και ταξιδεύει ανέμελα σε ανέμους και λιβάδια.
Τη νύχτα η αγνάδα θα χαθεί,
Κι η πεταλούδα μου στα γκρίζα θα βαφτεί,
Αγνάδα ποτέ ξανά, αγνάδα μόνο τα παιδιά.
Αγαπώ μια πεταλούδα πολύχρωμη.
Μια μέρα μονάχα.
Μια μέρα χαρά.
Μια μέρα έρωτας.
Μια μέρα ζωή.
Και μετά, τη νύχτα θα χαθεί..
Αγαπώ μια πεταλούδα.
Μια μέρα χρόνος ολάκερος.
Μια ηλιαχτίδα δρόμος.
Μια σκιά αίσθηση βαριά
Ένα χαμόγελο από τη Φύση, ζωή.
Και μετά, τη νύχτα θα κρυφτεί.
Αγαπώ μια πεταλούδα με όλα της τα χρώματα.
Μια πεταλούδα μονάχα αγαπώ.
Ναι αλήθεια.
Χριστίνα Σαββατιανού απο τα παλιά τα πολύ παλιά...
18 Φεβ 2007
Η ώρα της σιέστα...
Η ώρα της σιέστα, το μεσημέρι γκρίζο βρώμικο μοιάζει…
Και οι σκουριές στήνουν χορό, τα γεράκια ψάχνουν να τραφούν κι η ησυχία φωνάζει βοήθεια.
Η συνείδηση κόβει τις φλέβες της σκέψης για να μη ξυπνήσει ο άγγελος
και το μικρό μου το μωρό κάνει κωλοτούμπες όσο υπάρχει χόρτο να φυτρώνει στο χώμα, μετά, όταν το χόρτο μαραθεί, θα του χαρίσω στάχτες, μετά θα το κοιμίσω με χάπια, μετά η φωνή θα σιωπήσει η κούραση θα φύγει, μετά θα είναι όλα ασφαλή,
κουκουλωμένα με μανδύες γκρίζους και σαθρούς πλουμισμένους με στρασάκια... στρασάκια!
Ναι κοίτα, έρχεται το φαλακρό πουλί της νιότης μου να ζητήσει δικαίωμα, να μου χαλάσει τον καναπέ...
Και πάνω στο ξενέρωμα του ονείρου σκίζεται η φωτογραφία σκίζεται η ψυχή σε κείνα τα κομμάτια τα αταίριαστα…
Κι εμείς μονάρχες και σκυφτοί, σωτήρες και χαμένοι, με την έννοια του χθες και του αύριο φορτωμένοι, ξεχνάμε του τώρα την ορμή χάνουμε τη πορεία, και η ανοησία μας παντιέρα γίνεται, παντιέρα λεκιασμένη από της ψυχής μας την ανεπάρκεια, παντιέρα ξεφτισμένη από του καναπέ τη σκλίθρα που σκίζει τα θέλω και καθηλώνει τα μάτια πάνω σε κουτιά… με ψέμμα φορτωμένα, με της ψευδαίσθησης το βρώμικο ρούχο... εκεί στον καναπέ...
Και κείνο το κύμα τσαλακώνεται στα βράχια πάνω, στα βράχια που σμιλεύει μια διεστραμμένη λίμπιντο, που ξεχνάει το θέλω και ουρλιάζει για άνοστη επιβεβαίωση.
Κι ο ανήφορος γιομίζει αγκάθια και πέτρες κοφτερές και όνειρα σκοτωμένα στις γωνιές.
Και τα πόδια σκίζονται στη προσπάθεια και ματώνει η ψυχή στης έλλειψης την άκρη.
Και τα άνθια κλάψαν στης άνοιξης τη ποδιά για του ουρανού το κόκκινο... έκατσα να αποσώσω την ανάσα και γέμισε η μέρα σκουλήκια πεινασμένα για των παιδιών τα χαμόγελα που αχνοφέγγουν εκεί στην ανατολή… για των παιδιών τα χαμόγελα που θα πεθάνουν σε θολές σιδηροσκέπαστες και φλογοστολισμένες συννεφιές…
Μια απειλή άστραψε στης μέρας τη μουντάδα, το αύριο δε θα ναι εδώ!
Θα χάσει το ραντεβού του με τη ζωή μας.
Θα χάσει το χρώμα του το μάγουλο το δεξί.
Θα μείνει μόνο το γκρίζο… εκείνο το σταχτί.
Το χρώμα θα ξεράνει τα πινέλα θα τα κάνει ανάμνηση στα χέρια τα κομμένα, θα τα κάνει στοιχειά στα δάχτυλα τα σαπισμένα απ τον καπνό, απ τη φωτιά…
Και η παλέτα ξεθωριάζει στου βρώμικου ήλιου το φως και πέφτουν τα κεφάλια θλιμμένα στο χώμα, δε πρόλαβαν να φωνάξουν, δε πρόλαβαν να γεράσουν...
Κι ήρθαν οι σωτήρες από μακριά, με μαγικά χαρτιά στα χέρια και με νύχια βρώμικα μεγάλα να φτάνουν στα σπλάχνα εύκολα θανατερά…
Τρώω πικραμύγδαλα και λεμόνια κίτρινα σαν το ποδήλατο του μικρού παλαιστίνιου
που κρατούσε λεπτή ισορροπία πάνω στα χαλάσματα, ανάμεσα στο δάκρυ και το γέλιο… τότε ήταν πιο καλά…
Έφαγα και τη ψυχή μου κι έπειτα την έφτυσα να ξεκουραστεί το στόμα…
Ήταν κι αυτή βρώμικη γεμάτη φόβο, γεμάτη βόλεμα, κενή…
Κι έβαλα πεταλούδες στη θέση της και κουκούλια μεταξένια να μη χαθεί ο σπόρος για μετά..
Δανείζω τις λέξεις που χω στις σελίδες της μνήμης στις επόμενες γενιές, μην είναι ανάπηρες μην είναι αστοησμένες, και τη παλέτα με τα ξεθωριασμένα χρώματα, να ξαναβάψουν τον κόσμο απ την αρχή….
Μόνο μια φωνή μου έμεινε, μια ανάσα ακόμα πριν το τέλος… Να πω όχι κι ας τρελλαθώ, να πω όχι κι ας γίνω γραφική φιγούρα, να πω όχι κι ας με κοιτάξουν παράξενα, να πω όχι κι ας με κοροϊδέψουν, να πω όχι για να ησυχάσει η ψυχή, να βρω του ύπνου τη γωνιά να κουρνιάσω… να πω όχι να μη ξυπνήσει ο εφιάλτης τη νυχτιά, να πω όχι να με καταδεχτεί η άνοιξη… να πω όχι για να παραμείνω άνθρωπος
Όχι μη κηρύξετε πόλεμο στη ζωή… το μετά θα ναι σκοτάδι και τρόμος… θα ναι εφιάλτης….
Χριστίνα Σαββατιανού
Labels:
τα δικά μου,
poetry,
stories,
writting
Οι δρόμοι...
Ξέρεις, οι δρόμοι όταν είναι άδειοι μιλούν πιο δυνατά, τα φώτα, τα γράμματα, τα βήματα που πέρασαν πάνω τους, κουβαλούν μια γλυκειά θλίψη σαν μικρό τριανταφυλλένιο αγκάθι...
Οι ανθρωποι βουβαίνονται και τα μάτια αδειάζουν όταν ο τόπος ειναι μακρινός....
Αλλά πού σαι, είναι κι η ψυχή εκεί στη γωνιά του δρόμου, δίπλα στην αράβικη τη πινακίδα, πάνω στα βήματα που πέρασαν κι αφήσαν σκόνη, μέσα στις νότες και στις σκέψεις μας...
Παντού ειναι ο τόπος που έχει η ψυχή μαζί της, παντού...
Χριστίνα Σαββατιανού
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Σελίδες
Ετικέτες
τα δικά μου
(327)
περιβάλλον
(91)
writting
(67)
Greece
(57)
poetry
(50)
χρήσιμα
(39)
χαμόγελα
(38)
video
(37)
κοινωνία
(35)
φωτογραφία
(32)
health
(30)
environment
(24)
phtography
(24)
εθελοντισμός
(24)
υγεία
(23)
people
(21)
music
(20)
stories
(15)
blogging
(14)
children
(13)
παιδά
(13)
computers
(12)
information
(11)
μπλογκοπαίχνιδα
(11)
doctor
(10)
πολιτισμός
(10)
συνταγές
(10)
χιούμορ
(10)
medicine
(9)
ελλάδα
(9)
μουσική
(9)
activism
(8)
world
(8)
οι συνταγές της κρίσης
(8)
goverment
(7)
rights
(7)
safety
(6)
services
(6)
Πάρνηθα
(6)
γκρίνιες
(6)
εκθέσεις
(6)
ποίηση
(6)
Επιστήμη
(5)
amalia
(4)
earth
(4)
technology
(4)
Αναδάσωση
(4)
αηδιούλες
(4)
αρθρογραφία απο ιντερνετ
(4)
γιατρός
(4)
πολιτική
(4)
πρωτβουλίες
(4)
σοφά λόγια
(4)
emergency
(3)
theatre
(3)
Εναλλακτική οικονομία
(3)
εκδηλώσεις
(3)
εκθεσεις
(3)
με ενδιαφέρουν
(3)
φύση
(3)
χορός
(3)
ψυχαγωγία
(3)
economy
(2)
games puzles
(2)
είπαν
(2)
εκδόσεις
(2)
ελεύθερος χρόνος
(2)
κόσμος
(2)
νομικά θέματα
(2)
συναντήσεις
(2)
τεχνολογία
(2)
DVD
(1)
Greek movie
(1)
amber alert
(1)
antiwar
(1)
dance
(1)
documentary
(1)
down syndrom
(1)
facebook
(1)
first aid
(1)
funny
(1)
internet security
(1)
nature
(1)
plektaniart
(1)
privacy
(1)
protest
(1)
radio
(1)
ΕΜ
(1)
ΧΡ
(1)
απορίες
(1)
απόκριες
(1)
αστικά τοπία
(1)
βιβλιο - e-book
(1)
διάστημα
(1)
διαβάζω
(1)
εναλλκτική ζωή
(1)
ενεργοί μικροοργανισμοί
(1)
εφημερίδες
(1)
ζωγραφική
(1)
θέατρο
(1)
καλομηνιάσματα
(1)
κινηματογράφος
(1)
παράξενα
(1)
παραδοξόνιο
(1)
παραμύθια
(1)
παραξενα chemtrails
(1)
παρατηρώ
(1)
πειραματα
(1)
περιοδικά
(1)
τεχνες
(1)
της γειτονιάς....
(1)
φακελλάκι
(1)
ψάχνω
(1)