Ελαφίσιο, δάκρια, όλεθρος, συγνώμη, ελπίδα.
==============================================
Μου έδωσε ο φίλος ο shades τούτες τις λέξεις, για να σκαλίσω το νου μου, να γράψω μια ιστορία να βρω εικόνες και σχήματα μεσα σε αυτές... αλλά για πρώτη φορά στη ζωή μου το μόνο που βλέπω μεσα σε λέξεις είναι το γκρίζο... δεν βγαίνει κάτι άλλο, γκρίζο στάχτη, πυκνος καπνός, γκρίζος ουρανός φορτωμένος με θάνατο, από κείνον που εσύ κι εγώ παράγουμε με τη ζωή μας...
δεν βγαινει ιστορία γλυκειά, ούτε ελπίδα βγαινει, μια και όλοι μου λενε άν ξαναγίνει απ την αρχή, εσύ δεν θα σαι εδώ να το δεις... και τι να δώσω σαν υπόσχεση στα παιδιά? του ολέθρου το χρώμα, της αμέλειας τις στάχτες, της αδιαφορίας τη πικρή μυρωδιά καμμένης σάρκας, της απληστίας τον ήχο που τρίζει καθώς σκάει ο καιγόμενος κορμός?
τι υπόσχεση να δώσω για το αυριο σε κείνους που αγαπάω, να τους πω πως ο θεός θα μας λυπηθεί και η βροχή δεν θα ρθει να μας πνίξει;
Πως να την κάνω την οργή μου παραμύθι; την ώρα που ανθρωποι αφήνονται να πεθάνουν σαν τα ζώα σε ΄βρώμικους διαδρόμους νοσοκομείων, και ζώα ψήνονται μέσα στο σπίτι τους γιατί καποιος από εμάς δεν ήταν εκεί...
Συγνώμη να ζητήσω απ τα παιδιά γιατί ήμουν κι εγώ κομμάτι του σαθρού κόσμου που τα περιμένει; αντε και το ζήτησα αυτό κάνει τον κόσμο τους καλύτερο;
δεν μπορώ να γράψω όμορφα, γιατί ομορφιά δεν βλέπω... δεν μπορώ να ελπίσω γιατί η ελπίδα καιγεται μέρα τη μερα σπιθαμή τη σπιθαμή πότε εδώ ποτε σε ενα νησί πότε στα βόρεια... δεν μπορώ να δακρύσω γιατί το δάκρυ στεγνώνει πανω σε βρώμικα σεντόντια στα στριμωγμένα κρεβάτια του πόνου των ανθρώπων, των συνανθρώπων μου, κι όλα αυτά γιατί καποιος δεν νοιάζεται... Εκείνος που εγώ κι εσύ εμπιστευτήκαμε και του αφήσαμε στα χέρια και στη κρίση του τις ζωές μας...
Ήταν τρεις το μεσημέρι μεσοκαλόκαιρο, και ο ήλιος έψηνε τις πλάκες της πλατείας έξω από το γραφείο του...
Μετά από δώδεκα μέρες αγώνα η φωτιά έσβησε... δεν ειχε άλλο να κάψει κι έσβησε... εκείνος ήταν άυπνος, ξεμαλλιασμένος και κουρασμένος από την προσπάθεια να σκοτώσει το θεριό...
Βλέπεις τι να σου κάνουν μια χούφτα άνδρες όταν παλεύεις με θεριό που τρώει ολάκερο βουνό!
Ολα κάηκαν του είπε η γραμματέας του... δυστυχώς κύριε πρωθυπουργέ δεν τα καταφέρατε αυτή τη φορά... η φωτιά ήταν μεγάλη, οι εστίες πολλές, το βουνό δύσκολο, ο συντονισμός κακός κι ο καιρός χειρότερος, το μελτέμι τάισε τη φωτιά με τον καλύτερο τρόπο... τι άλλο μπορούσατε να κάνετε; κοντέψατε να καείτε κι εσεις... Θα αφήνατε ακέφαλη τη χώρα... μουρμούρισε και χτύπησε ξύλο... Θα ήταν μεγάλη καταστροφή να σας χάσουμε...
Την κοίταξε με σαρκασμό καθώς ενα δάκρυ πικρό κατηφόρισε στο μάγουλό του αφήνοντας ενα δερμάτινο ρυακι να φανεί στο μαυρισμένο από τον καπνό πρόσωπο...
Τι λες Σμαρούλα? καταστροφή είναι που έχασα το βουνό, καλύτερα να καιγόμουν εγώ αν ήταν να σωθεί... Ντροπή σου Σμαρούλα και μεγαλώνεις και παιδιά... τι είναι ένας άνθρωπος μπροστά σε τόσες γενιές που θα μεγαλώσουν χωρίς ανάσα;
Χριστίνα Σαββατιανού (2007)