Στένεψαν οι κόγχες των ματιών στην όψη σου...
Μαραμένοι ασφόδελοι που στόλισαν κάποτε κείνη τη γωνιά που φιλοξένησε το σώμα.. τόσο στοργικά, τόσο σπλαχνισμένα... πάνω στην κόψη του αθάνατου, στην άκρη της ζωής.
Φύλλα δυόσμου και γιασεμιά σου χάριζα να μη φοβάσαι το χειμώνα... να διώχνεις τους εφιάλτες που έρχονταν τα βράδια σου, αστραπές γιομάτοι καλοακονισμένες, κοφτερές, στου ύπνου το βυθό.... Να λούζεσαι την ευωδιά τους,, να ξεχνάς, να αποκοιμιέσαι...
Στης νυχτιάς ετούτης το ρημαγμένο στενοσόκακο, άγγελος και δαίμονας γινήκαν ένα, σκόρπισαν ρίγη στων αστεριών το κατώφλι... ρίγη, προσμονή, επιφύλαξη, θράσσος, όλα μαζί στο χωνευτήρι... όλα μαζί βορά και λεία για βατράχους εξώκοσμους που σκύβουν πεινασμένοι, αδηφάγοι, απαιτητικοί, ως την τελευταία στάλα, ως το τελευταίο ίχνος...
Λογική, παράλογο, υστερία, παιδιά της χθόνας όλα τους, στο κόκκινο υποφέρουν, στο κίτρινο σφαδάζουν σκιάζονται και στο χρυσό πεθαίνουν... το μαύρο μάνα τους το γκρι το σκοτεινό μονάχα...
Ντύθηκες ξανά την πράσινη παλιά τριμμένη ζακέτα που σου χα πλέξει και με της μέντας και του δυόσμου το μύρο στα μάτια χάθηκες πίσω από ένα σύννεφο... μέσα σε έναν παραλογισμό ξεστράτισες, έφυγες, όπως παλιά...
Έμεινε η νύχτα μόνη να ξεδιαλύνει τα γιατί... έμεινε ο νους ξεκρέμαστος σαν εικόνα που της κλέψαν από τον τοίχο το καρφί...
Έμεινε η ευχή ατέλειωτη στέρφα ξερή να περιμένει στο κατώφλι των χειλιών εκπλήρωση...
Και το φτερούγισμα ακούγεται τραχύ, αφύσικο, που πήγε ο άγγελος που έφτιαχνε κάστρα στην άμμο μαζί με τα παιδιά?
Χριστίνα Σαββατιανού (κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 2000)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφησέ μου μια λέξη, για κουβέντα, για διαφωνία, για ενημέρωση, ή άφησε μου πολλές, ασχετες, για να ξανοίξει η σκέψη μαζί τους... κι ίσως ολα αυτά συναντηθούν εκεί στις άκρες και στα χαρακώματα της ζωής....