Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Η Αλεξάνδρα το παληκάρι

Απρίλης του 48 ή εκεί γύρω κάπου, ήταν και η Αλεξάνδρα μικρό κοριτσι τότε έπαιρνε στο κατόπι τα μπουλούκια των τσιγγάνων που πέρναγαν ...

18 Απρ 2007

ΤΟ ΘΑΥΜΑ (οι λέξεις του shades 2)




Σάπιος.. θλιμμένο ύφος.. βρεγμένος.. θαλπωρή.. φτερούγισμα.
---------------------
Η Φιλίτσα μάζευε χόρτα που χαν ξεπεταχτεί μετά τη βροχή στο διπλανό χωράφι, πρέπει να φάμε κάτι και σήμερα μαζί με τη χούφτα το ρύζι που χει μείνει, σκεφτόταν, ναναι καλά ο παντοδύναμος που δάκρυσε τον ουρανό και βλάστησε ξανά η γη... Πέντε μήνες δυο νερά μονάχα, δίψασε ο κάμπος, δίψασαν τα ζωντανά, άρχισε να πεινάει η οικογένεια της Φιλίτσας... Τα μικρά πετσί και κόκκαλο, μονάχα η κατσίκα και οι κοτες άντεχαν που βόσκαγαν ενα γυρο στο διπλανό χωράφι και στα αγριόχορτα του δρόμου απέναντι...

Δυο παιδιά είχε, τον Αριστάκο, και τη Φωτούλα... πέντε χρόνια τώρα τα μεγάλωνε μονάχη της, με χίλια βάσανα κι άλλες τόσες στερήσεις...

Σχεδόν πέντε χρόνοι είχαν περάσει που ο Λάμπρος, ο άντρας της, το παληκαρόπουλό της όπως τον φώναζε... έφυγε... Μαζί του έφυγε κι η σιγουριά της Φιλίτσας... Όχι ότι όσο ήταν κοντά ο Λάμπρος είχαν εύκολη ζωή, αλλά το χωραφάκι το διπλανό ήταν τότε δικό τους, και με τα πολλά κανακέματα το έβγαζε το φαγητό της χρονιάς... Ευλογημένο το χώμα αμα το αγαπήσεις και το κανακέψεις με τη ψυχή σου...

Οταν το παληκαρόπουλό της αρρώστησε, μετά από κείνο το ατύχημα με το τρακτέρ, όλα μαζί έρχονται τα κακά, τα έξοδα για να γιατρευτεί ήταν πολλά... Μια και δυο η Φιλίτσα είδε κι απόειδε, πούλησε το τρακτέρ, για να πληρώσει τα φάρμακα, πούλησε και το χωράφι στον Κυρ Μιχάλη τον Εβραίο που το λιμπιζόταν χρόνια τώρα... Φιλέτο η γη σου Φιλίτσα, πες στον Λάμπρο θα του δώσω καλά λεφτά, να ανοίξει μαγαζί... θα ζείτε σαν ανθρώποι...

Φτερούγιζε η καρδιά της Φιλίτσας στη σκέψη να χει δικό της μαγαζί, θα το φιάξω όλο με πέτρα μέσα έξω, και θα πουλάω και βοτάνια, και θα φτιάχνω και τις συνταγές για τα γιατροσόφια που μου άφησε η γιαγιά μου, για το έντερο για τα ρευματικά και για το βήχα... και θα χω και μια στόφα να φτιάχνω φρέσκες πίτες να μοσχοβολάει η πλατεία του χωριού, και ψωμί θα ψένω, θα μαι η παντοπώλισσα του χωριού, κι όλοι θα με υπολήπτονται... Και τα μωρά θα μεγαλώνουν στη θαλπωρή της στόφας, κι όχι στα υγρά του χωραφιού να τους τρέχουν οι μύτες έξι μήνες το χρόνο... και θα ναι καθαρά και καλοταϊσμένα, και θα έχουν και χρόνο για γράμματα...
Κι ο Λάμπρος μου, θα φοράει μια ποδιά στη μέση λευκή, με το μονόγραμμά του πάνω, θα του το κεντήσω με μεταξένια κλωστή, για να μη λερώνει τα παντελόνια, πλύνε πλύνε θα στερέψει το πηγάδι... Αρχοντα θα τον κάνω στο δικό μας μαγαζί....

Ετσι σκεφτόταν η Φιλίτσα κι έκανε όνειρα, μα το μεγάλο αφεντικό είχε άλλα σχέδια, και βρέθηκε το χωράφι στα χέρια του Μιχάλη του Εβραίου, για έναν παρά, ίσα που έφτασαν να πληρώσει το νοσοκομείο, και τον γιατρό τονε πλήρωσε με τα μισά λάχανα που εβγαλε απ το χωράφι πριν αλλάξει χέρια...

Πάλεψε παληκαρίσια η Φιλίτσα με την αρρώστια του Λάμπρου, παλεψε και με την πείνα και τη γκρίνια των παιδιών...
Εκρυβε το θλιμένο βλέμμα της πίσω απ το χαμηλοβαλμένο μαντήλι της, να μη το δει ο Λάμπρος της και ψυχανεμιστεί τι του χει γράψει... και του χαμογέλαγε, πραγματικά χαρούμενη που δεν πονούσε...
Της είχε πει ο γιατρός: "μόλις αρχίσει ο πόνος, να σαι δυνατή, η θεραπεία ακριβή, τα παυσίπονα το ίδιο, και το τέλος θα ναι κοντά..."
Ούτε να το σκέφτεται δεν ήθελε η Φιλίτσα αυτό, μα ο γιατρός κάθε μέρα της το θύμιζε, να μην ησυχάσει το μυαλό να μην πλανευτεί η ψυχή της και ελπίσει... Να ετοιμάζεται για το κατευόδιο του άντρα της...

Τις νύχτες η Φιλίτσα μάδαγε τα μαλλιά της, και δέρνονταν, φώναζε και κάκιζε τον πλάστη που τα βαλε τόσο άνισα με το παληκαρόπουλό της, γιατί τον άντρα μου θεέ? τι του ζήλεψες του έρμου? Δυο ορφανά θα αφήσει, κι εμένα χωρίς ριζικό να τα αναστήσω... Δείξε την άλλη σου την όψη θεέ, μη μου τονε πάρεις, κάνε να ναι λάθος βλέψη του γιατρού η αρρώστια κι αύριο να πάρω τον Λάμπρο μου απ το νοσοκομείο και να φύγουμε, και θα το πάρουμε πίσω το χωράφι, και το τρακτέρ, αρκεί να μαστε μαζί... όλα θα τα κάνουμε μαζί... δεν έχουμε ανάγκη τον Μιχάλη...
Μονάχη μου πως θα τα βγάλω πέρα εεε? Κάνε θεέ ναναι λάθος, σπλαχνίσου τα ορφανά μου... κι εγώ δώδεκα λαμπάδες θα σου φέρω στην εκκλησιά...

Και μάτωνε το μαξιλάρι της Φιλιώς από τη χαρακιά της ψυχής της, που την άφησαν χωρίς ελπίδα οι γιατροί... και το πρωί, νιβόταν και τριβόταν, να μην δει ο Λάμπρος τα αυλάκια απ των ματιών τη νυχτιάτικη βροχή...

Πέρασε ένα χρόνο παλεύοντας με το κακό η Φιλίτσα, παλεύοντας να τονε σώσει, ελπίζοντας στο θαύμα, ένα χρόνο μάλωνε τις νύχτες με τα θεία, ένα χρόνο έκανε τάματα παρακαλούσε... ένα χρόνο τονε έβλεπε να σαπίζει, να χάνεται, να αχνοσβήνει, κι αυτή ανήμπορη να βοηθήσει...
Ένα χρόνο μάτωνε που τάϊζε με αποφάγια της γειτονιάς τα παιδιά, μάτωνε που ειχαν μεταφέρει και τον Λάμπρο σε άλλο θάλαμο, και τον είχαν μεσα στη βρώμα, και το φάρμακο για τον πόνο δεν μπορούσε να το πληρώσει, δυο φορές τη βδομάδα μόνο ο γιατρός τον σπλαχνιζόταν και έλεγε στη νοσοκόμα να του κάνει ένεση... "μου τα δίνεις όταν έχεις κυρα Φιλιώ, δεν μου πάει να τον αφήνω να πονάει" - και του δινε ευχές ολοψυχες η Φιλίτσα, γιατί πόναγε κι αυτή μαζί με τον Λάμπρο της, κι ο πόνος αβάσταχτος....

Ελιωνε ο Λάμπρος έλιωνε κι η Φιλίτσα λιώναν και τα μικρά... Ο Αριστάκος, είχε κολλήσει σταλιά είχε μείνει μέτραγες κόκκαλα, μα ήταν γενναίο παιδόπουλο, έκανε θελήματα στο χωριό να μαζεύει λίγες δραχμούλες να παίρνει καλαμποκάλευρο να φτιαχνει λίγες ξερόπιτες η μανα του... η μικρή γκρινιαζε πολύ, ήταν κι ασθενική, αλλά τι να κανε; αντεχε κι αυτό το ορφανό... Οσο κι αν προσπαθούσε η Φιλιώ να τα πεισει πως ο μπαμπάς θα πάει να κάνει παρέα με τον καλό Θεό και δεν θα πονάει, και θα ναι χαρούμενος, αλλά δεν θέλει να τα βλέπει να παραπονιούνται, έβλεπε τα παιδιάτικα μάτια τους απαρηγόρητα... δεν τον εμπιστεύονταν κι αυτά τον θεό πια, θα τους στερούσε τον μπαμπά τους... δεν πρέπει ναταν και τόσο καλός αφού θα το έκανε αυτό...

Χίλια θεριά η Φιλίτσα πάλεψε, έφυγε κι ο Λάμπρος της κι ησύχασε η ψυχή του απ τους πόνους, μα για τη Φιλίτσα άρχισε άλλος αγώνας, να ταϊσει τα μικρά...
Αρχισε τρεις φορές τη βδομάδα να πηγαίνει στη πόλη να σιδερώνει και να καθαρίζει το σπίτι του γιατρού, τον πρώτο καιρό πληρωνόταν μόνο με λίγο φαγητό... ρύζι κανα γάλα, λίγα μακαρόνια, μέχρι να ξεχρεώσει...

Τον τρίτο χρόνο άλλες δυο γιατρέσσες τη ζήτησαν να τους μαγειρεύει, ήταν η καλύτερη μαγείρισσα η Φιλίτσα... στις πίτες και στα φουρνιστά καμμιά δεν την έφτανε...

Στο τέλος του πέμτου χρόνου, κάτι αναπάντεχα ευχάριστο συνέβη, ότι είχε ξεχρεώσει τους γιατρούς και τα νοσοκομεία η Φιλιώ, μια κυρία απ την Αθήνα φερμένη, η κυρία Θετις, της έκανε μια πρόταση....

Κοίτα κυρα Φιλιώ, εγώ είμαι μόνη, έχω λεφτά και μεγάλη περιουσία στην Αθηνα, αλλά είμαι μόνη μου... έτσι ειπα να έρθω στην επαρχία να μείνω μόνιμα, εδώ οι ανθρώποι ειναι πιο φιλικοί, κι η μοναξιά μου δεν θαναι τοσο αβάσταχτη... Δεν θα περνάει η μέρα χωρίς μια κουβέντα, χωρίς μια καλημέρα... .θα χουν και τα σκυλιά μου χώρο να τρέχουν χωρίς να κινδυνεύουν απ τα αυτοκίνητα...

Η κυρία Σωτηρίου, (η γιάτρισσα) μου είπε πως εισαι καλή μαγείρισσα, και το χωριό σου δεν ειναι πολύ μακριά από δω, το έχω επισκεφτεί... Είδα στην πλατεία το παλιό το καφενείο παρατημένο, μου είπαν πως ειναι χρόνια έτσι από τότε που οι ιδιοκτήτες χάσαν το παιδί τους σε δυστύχημα... Ρώτησα αν το πουλούν και δέχτηκαν... Τους έδωσα καλά λεφτά να προικίσουν το κορίτσι...

Τι λες Φιλίτσα να συνεργαστούμε; Εγώ νοικοκυρά δεν είμαι, ούτε αυγό δεν βράζω, εσένα πιάνουν τα χέρια σου, εγώ τα λεφτά εσύ τη τέχνη σου... τι λες κυρα Φιλίτσα δέχεσαι; Μισά μισά τα κέρδη, και τα έξοδα μέχρι να καμεις κι εσύ κομπόδεμα δικά μου όλα, τι θα τα κάνω τα λεφτά; Εσύ έχεις και δυο παιδιά να θρέψεις... δεν θα σου κακοπέσει...

Φτερούγισε η καρδιά της Φιλιώς... το θλιμένο ύφος που χε σκαλώσει στο πρόσωπό της φώτισε, "τι θαύμα είναι τούτο θεέ μου! μας λυπήθηκες επιτέλους! θα χες δουλειά μάλλον σε άλλο τόπο τοτε που πηρες τον Λάμπρο μου... Ακούς Λάμπρο μου; θα εχω μισό μαγαζί δικό μου, και τα ορφανά σου θα χορτάσουν, κι εγώ μόνο θα μαγειρεύω, θα κάνω κι άλλα πράγματα ναναι χαρούμενη η κυρία Θέτις, κι αν δε σε πειράζει Λάμπρο μου να τηνε πάρω σπίτι μας άμα θέλει, να μην είναι μοναχή της η κυρία, το λιγότερο που μπορώ να της προσφέρω για ευχαριστώ που θα μας σώσει... τι λες Λάμπρο μου να το πω το ναι;"

"Κυρία Θέτις να το πω στα παιδά μου απόψε και θα σου απαντήσω μεθαύριο που θα ξανακατέβω... σε πειράζει;"

Σκέψου το Φιλιώ, και θα δεις, αδερφές θα γίνουμε, μπορεί ναμαι πρωτευουσιάνα αλλά η καρδιά μου πάντα στα χωριά αγνάντευε, κι ας είναι τα χέρια μου αγύμναστα, θα με μάθεις και να μαγειρεύω, κι εγώ θα σε μάθω να ζωγραφίζεις τις ώρες που θα περιμένουμε πελάτες...

Εκείνο το μεσημέρι η Φιλιώ μαζεψε χόρτα απ το χωράφι το δίπλανό, που τους ειχε πάρει ο Εβραιος, και τάισε τα παιδιά με το ρύζι που χε απομείνει, πήγε και στο μπακάλη πριν γυρίσει στο χωριό και τους πήρε από μια πλάκα σοκολάτα, και μισό κιλό κρασί για κείνη και τον Λαμπρο...

Το βράδυ έστρωσε τραπέζι για τέσσερις, εβαλε πιάτο και ποτήρι και του παληκαρόπουλού της... και φάγαν όλοι μαζί, σαν να ταν κι αυτός εκεί... Η Φιλιώ ιστόρισε στην οικογένειά της τα καλά μαντάτα...

Τη νύχτα κοιμήθηκε βαθιά η Φιλίτσα, κι ήρθε στον ύπνο της ο Λάμπρος, χαμογελαστός και γερός, όχι σαπισμένος απ την αρρώστια όπως έφυγε, και της είπε 'ορμα Φιλιώ, για τα παιδιά μας... να μην ξενοδουλεύεις, κι εγώ από κοντά θα σου δίνω δύναμη, αρκεί να μου χαμογελάς, κουράστηκα πέντε χρόνια να σε βλέπω χαρακωμένη απ' το δάκρυ... όρμα κυρούλα μου λιοφώτιστη, κι εγώ δίπλα σου θα σου βαστώ ζεστή την καρδιά...

Δυο μέρες μετά η Φιλιώ έδωσε τα χέρια με την κυρία Θετις... Θα δεις κυρά μου, σαν σκυλί θα δουλέψω, να το αξίζω το ψωμί που μας προσφέρεις, και μεταξύ μας, θαρρώ θα γίνουμε και φιλινάδες, συμπαθητικιά μου φαίνεσαι, θα σε μάθω να κεντάς και συ θα με μάθεις να ζωγραφίζω, κι αμα δε σε ενοχλούν θα παιζεις και με τα παιδιά, θα σαι η θειά τους η θετις...

Τρία χρόνια μετά, "ΤΟ ΘΑΥΜΑ" ήταν το καλύτερο μαγαζί του νομού, η Φιλιώ έδινε πίττες σε πολλά μπακάλικα και καφενεία στα γύρω χωριά, είχαν στήσει και πεντε τραπεζάκια που φιλεύαν τους περαστικούς για το μοναστήρι μεζέδες, και τους χωριανούς τσίπουρα με μπουκιές τα καλοκαίρια όταν γυρνάγαν απ τα ποτίσματα στα χωράφια...

Η Φιλιώ είχε ήδη φτιάξει κομπόδεμα, και μαζευε να στείλει τα παιδιά να σπουδάσουν, η Θέτις βρήκε μια οικογένεια, έμενε μαζί τους, είχαν σιάξει και το σπίτι, είχαν πάρει και το χωράφι δίπλα πίσω απ τον Μιχάλη τον Εβραιο, τα παιδιά δεν γκρίνιαζαν πια...μαθαίναν και γράμματα - η μικρή ήταν άριστη, ο Αριστάκος ήταν καλός στις τέχνες θα γινόταν ηλεκτρολόγος έλεγε και ξανάλεγε....

Τα βράδια μετά τη δουλειά μαζευόταν όλη η οικογένεια κι η θεία Θέτις μαζί στην αυλή και λέγαν ιστορίες για τον Λάμπρο, ή γελάγαν με τις σκανδαλιές και τις γκάφες του τρελλοθωμά, τον ειχαν μαζέψει κι αυτόν στο μαγαζί να φροντίζει τη λάτρα να μην πεινάει το δύσμοιρο...

Κι η Φιλίτσα τις νύχτες, αγκαλιά με τον Λάμπρο το παληκαρόπουλό της, του διηγιόταν τα καλά της μέρας, και δεν ξαναμάλωσε ποτέ με τον Θεό, μονο λαμπάδες άναβε, δώδεκα κάθε χρόνο, να μη χαθεί το θαύμα...

Χριστίνα Σαββατιανού / 18-04-2007

5 σχόλια:

  1. Όταν στις έγραφα δεν είχα στο μυαλό μου κάτι τέτοιο...
    Ευχαριστώ!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. εμ για αυτό μου αρέσει το παιχνίδι αυτό, ξαφνιάζει ευχάριστα ή δυσάρεστα, αλλά ξαφνιάζει...

    ελπίζω να μην δυσαρεστήθηκες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος19/4/07, 3:30 μ.μ.

    Μπράβο φιλενάδα!! *χειροκρότημα*
    :D

    Και το εννοώ.. πρέπει να σκεφτείς σοβαρά το γράψιμο. Θα μπορούσες να γεμίσεις ένα βιβλίο με ιστορίες σίγουρα!

    Αα!! Και θέλω και αυτόγραφο φυσικά όταν γίνει αυτό! ;) :D

    Angel aka tentzeris! lol

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ......χεχεχεεεεεε! δεν τα λέω εγώ
    κι' εσύ αγρόν αγοράζεις
    νακ.μ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πολύ ωραία ιστορία. Μου άρεσε που ήταν σαν να διάβαζα ένα παλιό βιβλίο (λόγω της γλώσσας και του ύφους). Προσπαθώ να θυμηθώ μαι γυναίκα συγγραφέα που μου θύμησες...ουφ το βρήκα, την Πηνελόπη Δέλτα.
    Να σαι πάντα καλά και να έχεις κέφι να γράφεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αφησέ μου μια λέξη, για κουβέντα, για διαφωνία, για ενημέρωση, ή άφησε μου πολλές, ασχετες, για να ξανοίξει η σκέψη μαζί τους... κι ίσως ολα αυτά συναντηθούν εκεί στις άκρες και στα χαρακώματα της ζωής....

Σελίδες

Ετικέτες

τα δικά μου (327) περιβάλλον (91) writting (67) Greece (57) poetry (50) χρήσιμα (39) χαμόγελα (38) video (37) κοινωνία (35) φωτογραφία (32) health (30) environment (24) phtography (24) εθελοντισμός (24) υγεία (23) people (21) music (20) stories (15) blogging (14) children (13) παιδά (13) computers (12) information (11) μπλογκοπαίχνιδα (11) doctor (10) πολιτισμός (10) συνταγές (10) χιούμορ (10) medicine (9) ελλάδα (9) μουσική (9) activism (8) world (8) οι συνταγές της κρίσης (8) goverment (7) rights (7) safety (6) services (6) Πάρνηθα (6) γκρίνιες (6) εκθέσεις (6) ποίηση (6) Επιστήμη (5) amalia (4) earth (4) technology (4) Αναδάσωση (4) αηδιούλες (4) αρθρογραφία απο ιντερνετ (4) γιατρός (4) πολιτική (4) πρωτβουλίες (4) σοφά λόγια (4) emergency (3) theatre (3) Εναλλακτική οικονομία (3) εκδηλώσεις (3) εκθεσεις (3) με ενδιαφέρουν (3) φύση (3) χορός (3) ψυχαγωγία (3) economy (2) games puzles (2) είπαν (2) εκδόσεις (2) ελεύθερος χρόνος (2) κόσμος (2) νομικά θέματα (2) συναντήσεις (2) τεχνολογία (2) DVD (1) Greek movie (1) amber alert (1) antiwar (1) dance (1) documentary (1) down syndrom (1) facebook (1) first aid (1) funny (1) internet security (1) nature (1) plektaniart (1) privacy (1) protest (1) radio (1) ΕΜ (1) ΧΡ (1) απορίες (1) απόκριες (1) αστικά τοπία (1) βιβλιο - e-book (1) διάστημα (1) διαβάζω (1) εναλλκτική ζωή (1) ενεργοί μικροοργανισμοί (1) εφημερίδες (1) ζωγραφική (1) θέατρο (1) καλομηνιάσματα (1) κινηματογράφος (1) παράξενα (1) παραδοξόνιο (1) παραμύθια (1) παραξενα chemtrails (1) παρατηρώ (1) πειραματα (1) περιοδικά (1) τεχνες (1) της γειτονιάς.... (1) φακελλάκι (1) ψάχνω (1)